United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όξω! όξ' από το σπίτι μου, μαγαρισμένε! εβρυχήθη ο Σαϊτονικολής έξω φρενών. Και προσπαθών να διαφύγη από τους βραχίονας της συζύγου του, της οποίας τας δυνάμεις εδεκαπλασίαζεν η στοργή, εξηκολούθει: — Όξω! να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου! Δε θέλω να σε κατέχω! Ο Μανώλης εκτύπησε τους γρόνθους του. — Τη Ζερβουδοπούλα, τη Ζερβουδοπούλα, τη Ζερβουδοπούλα θα πάρω! Και εκινήθη διά να φύγη.

Η φαμιλιά μ', όξ' από λόου σου, βγήκε την νύχτα προς νερού της, όξ απ' το καλύβι, κυρά Γιαννού μ', κ' εγύρισε 'πίσω κακά κι' αδέξια . . . Ντούρμα βγήκε, κ' εγύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη, ξεγλωσσασμένη, αγρούνιστη . . . Χτυπήθηκε, μακρυά από λόγου σου . . . Η γλώσσα της κρεμασμένη, όξ' απ' το σιαγόνι της, τη λαλιά της την έχασε, την ηύρε κακή θερμασιά και κρυάδα κι' ασπασμοί . . . Κείτεται στο στρώμα μισοπεθαμμένη!

Να, ου γυιος τς' Καληώρ'νας, πώς 'νε λένε; — Και πού την πάει; — Να, όξ' απ' του λιμάν'! — Μοναχός του; — Μαζύ μει μια γ'ναίκα. — Μαζύ μει μια γ'ναίκα! επανέλαβεν έκπληκτος ο καπετάν Κυριάκος. Και ποια; Δεν ηκούσθη η φωνή του παιδιού, το οποίον διά καλόν και διά κακόν επροφυλάσσετο υπό τον εξώστην. — Και πώς δεν ήρθες να μου πης χαμπάρι! ανέκραξεν ο καπετάν Κυριάκος.

Και τότε ο Αγάλλος για να ξεχάση τον καϋμόν του, ως νέος που είνε, έκαμε ζέφκι, όξ' απ' το Κάστρο, με τους φίλους του, και πηγαινάμενοι στην Αβρακή έφαγαν κ' ήπιαν, και στο γυρισμό τους θα είπαν κάν' δύο τραγούδια μέσ' το χωριό την νύκτα. Τώρα, αν τα τραγούδια τα είπαν αποκάτ' απ' τα παραθύρια καποιανής, ελπίζω ότι θα πέρασαν κάτω από πολλά παραθύρια κ' ετραγούδησαν.

Πώς να σ' πω; Ο καινούργιος δήμαρχος έχει σκοπό να καθαρίση το χωριό, κι' άρχισεν από τα φαντάσματα. Όξ' από δω! — Αχ, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, επανέλαβεν η γραία γείτων. Πάθαμε τάπαθα. Δεν τάμαθες, μαθές; — Πού να τα μάθω πίσωτα πράματα: — Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. Το παίρνει ο δρόμος. Τ' ακούς αυτά, παιδί μ' γερω-Μπαρέκο; Τακούω, πες. Το παίρνει το σχέδιο.

Και ετελείωσε τα γνωμικά του μ' έναΟξ, ντε! που εφώναξε του μουλαριού, αφού του ετίναξε από πίσω μια με τη δράφη του. Εσιώπησεν ο Βασίλης, εγώ όμως, οπού ήθελα το τέλος της ιστορίας, τον αρώτησα. — Και ύστερα τι ακολούθησε με την Σμαραγδούλα; Και άλλαξε πολύ από τότες· μηδέ γέλοια, μηδέ χωρατά, μηδέ τίποτα. Εγίνηκε άλλη γυναίκα, ως και δακρυσμένη ήτυχε να τη διούνε.