United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας είναι! είπε μετά στεναγμού η γραία. — Την άλλη νύχτα πάλι, ανίσως και δεν εύρης άλλο καταφύγιο εις μέρος πλειο κρυφό, και πλειο σίγουρο, έρχεσαι, και μου ρίχνεις ένα πετραδάκιαυτό το παράθυρο, ή στο μικρό μπαλκονάκι κατά το γιαλό, κατεβαίνω, σου ανοίγω, και σε κρύφτω πάλι στο κατωγάκι. — Καλά! . . . Μα, για κύτταξε, έφυγε ο Κυριάκος;

Αδύνατος άνθρωπος αυτός ο Κυριάκος, είπεν ο παππά Κύριλλος και είνε φόβος μήπως τον καταφέρει και τονε στεφανώσει γιατί έχει και βοηθούς σαν κι' αυτόν. — Ναι, έχει τον παππά Κρητικό, τον κατεργάρη και τον Γιάννη τον Σερέτη τον συγγενή του γαμπρού, είπεν ο Γιώργης. — Θαρρώ όμως πως δε θα τα καταφέρη, είπεν ο παππά Φίλιππος.

Η Μαρούσα επήγε πέραν του μεσοτοίχου, εις το παράθυρον προς τον δρόμον, αργοπόρησεν ολίγον, ίσως διότι είχε σκοτεινιάσει πλέον και δεν διέκρινε καλώς έξω, και επανήλθε. — Δεν έφυγαν . . . εκεί είναι κ' οι τρεις. — Τώρα ένα πράμμα δεν ξέρω, είπε σύννους η Φραγκογιαννού. Δεν ξέρω αν με είδε ο Κυριάκος να μβαίνω εδώ, ή όχι . . . .

Αφήνω και την παπαδιά μου, εδώ, βλογημένε, επανέλαβεν ο παπά- Κυριάκος, αμηχανών τι να είπη· σας αφήνω την παπαδιά μου! Και λέγων έτρεχεν. Ο μπάρμπα-Μηλιός επανήλθε κατηφής εντός του ναού. —Καλά το έλεγα εγώ, εψιθύρισε. Μεγίστη απορία επεκράτει εν τω παρεκκλησίω. Οι χωρικοί εκύτταζον ερωτηματικώς αλλήλους. Ψιθυρισμοί ηκούοντο.

Ο καπετάν Κυριάκος, όστις εκάθητο ακόμη παρά την τράπεζαν, μη χορταίνων να ψιλοταΐζη και να κουτσοπίνη, όπως συνηθίζει ο ναυτικός όταν διά τινας ημέρας επιστρέψη παρά την εστίαν του, παρατείνων και αναλύων επ' άπειρον την τόσον σπανίαν δι' αυτόν ηδονήν ταύτην, εσηκώθη κ' εξήλθεν εις τον εξώστην. — Τ' είνε, βρε; — Να, πήρανε τ' βάρκα σ'. — Ποιος; — Ου Μαθιός τ' Μαλαμού. — Ποιος Μαθιός του Μαλαμού;

Δεν πάει κάτω, παιδί μου. . . Απ' το χολοσκασμό που έχω . . . Φαρμάκι βγάζ' ο ουρανίσκος μου. Είτα επέφερε·Δεν κάνεις τον κόπο να κυττάξης πάλι απ' το παραθυράκι, έξω;. . . Είναι ακόμη ο Κυριάκος κάτω; Η Μαρούσα υπήκουσεν. — Εκεί είναι, θεια Χαδούλα . . . Επιασαν μεγάλην κουβέντα με τον Φραγκούλη.

Έχω κλειδώσει την πόρτα από μέσα παιδάκι μου . . . απ' το σαστισμό μου, τι να κάμω! Μου ήτανε γραφτό να πάθω, τάπαθα. Έτσι νάχης πολύ καλό, Μαρουσώ μου . . . Δεν κυττάζεις κρυφά, κρυφά απ' το παντζούρι εκείνο; . . . να ιδής αν είναι ο Κυριάκος κάτω ή έχει τραβήξει; Η Μαρουσώ ήλθε προς το υποδειχθέν παράθυρον, κ' εκύτταξε κατά τον δρόμον. Είτα επιστραφείσα είπεν·

Να, ου γυιος τς' Καληώρ'νας, πώς 'νε λένε; — Και πού την πάει; — Να, όξ' απ' του λιμάν'! — Μοναχός του; — Μαζύ μει μια γ'ναίκα. — Μαζύ μει μια γ'ναίκα! επανέλαβεν έκπληκτος ο καπετάν Κυριάκος. Και ποια; Δεν ηκούσθη η φωνή του παιδιού, το οποίον διά καλόν και διά κακόν επροφυλάσσετο υπό τον εξώστην. — Και πώς δεν ήρθες να μου πης χαμπάρι! ανέκραξεν ο καπετάν Κυριάκος.

Αλλά το παιδίον είχε γείνει άφαντον, όπισθεν της γωνίας του τοίχου, και μόνον τα βήματά του ηκούοντο δρομαία επί του λιθοστρώτου. — Ο μούτσος του διαβόλ' ο γυιος θα τώστρωσε πουθενά στο μεθύσι, άρχισε να μονολογή ο καπετάν Κυριάκος, κι' άφησε την βάρκα στην τύχη της.