United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μωρέ ποιος είσαι συ; ερωτάν. — Εγώ, ο μούτσος, ο κασιδιάρης· κουφάρι ήμουν περιστέρι γίνηκα· φτερά έχω να πετάξω στα επουράνια. Τρέχουν κοντά· τον κυτάζουν αποδώ, τον φέρνουν αποκεί, τον καλογνωρίζουν. — Αμ ποιος σ' έκαμ' έτσι; — Έτσι κ' έτσι· ηύρα τ' αθάνατο νερό. — Πώς; — πού; — Μέσα στη σπηλιά. Ακούνε και θαυμάζουν, ρίχνουν ό,τι είχαν στα χέρια τους και τρέχουν στη σπηλιά.

Αλλά την εσπέραν εκείνην, ο μούτσος, υψηλός, δεκαοκταετής, έχων όλας τας αξιώσεις του ναύτου, πλην του μισθού, είχεν αργοπορήσει εις έν καπηλειόν, ολίγον παράμερον, από τον μέσα δρόμον της παραθαλασσίου αγοράς, παρηγορούμενος και αυτός, ως ξένος εις τα ξένα... Είχεν αφήσει την φελούκαν μισοσυρμένην, με την πρώραν χωμένην εις την άμμον, με την πρύμνην σαλεύουσαν εις το κύμα, με τας δύο κώπας ακουμβημένας επί της πρύμνης, δύο ελαφράς κώπας, τας οποίας παιδίον μετ' απεριγράπτου χαράς θα εχειρίζετο, καμαρώνον την δύναμίν του πολλαπλασιαζομένην υπό της φευγαλέας μαλακότητος του κύματος, ενδοτικής ως η αδυναμία μητρός προς χαϊδευμένον βρέφος, φέρον αυτήν όπου θέλη με τους κλαυθμηρισμούς και τας απαιτήσεις του· κώπας ως δύο πτέρυγας γλάρου, οίτινες φέρουσι το λευκόπτιλον σώμα του όρνιθος επιπολής της θαλάσσης, οδηγούσας την βαρκούλαν εις την αγκάλην και την αμμουδιάν της ακτής, ως εκείναι τον γλάρον εις το σπήλαιον του θαλασσοπλήγος βράχου.

Ο μούτσος έγινε κατακόκκινος, τα μάτια του γυάλιζαν, η γλώσσα του έτρεχε σαν νερό. Θαρρούσε πως ήταν η ώρα που έβλεπε μπροστά του εκείνα πούθελε να πη. Όλοι τον άκουγαν μ' ανοιχτό το στόμα. Η παπαδιά είχε αλλάξει εκατό χρώματα. — Εγώ ήμουνα, που λες, με τη γολέττα του μπάρμπα μου.

Να μην τονέ πάρη πάλε χαμπάρι κανένας σαν κατέβηκε στο γιαλό; είπε μέσ' στα δόντια του ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Τυχερό του ήτανε, βλέπεις. Ο Μιχαληός πήρε βαθειάν ανάσσα. Ό,τι και νάλεγε, μέσα του τον πονούσε η καρδιά του. — Τονέ πήρε χαμπάρι ένας μούτσος από το καΐκι. Τι βγαίνει; Παιδί πράμμα ο μούτσος, δεν πήγε ο νους του σε κακό.

Η παπαδιά δεν μιλούσε· σηκώθηκε και πήγε ως το παράθυρο, σαν να περίμενε ακόμα. Γύρισε και ξανακάθησε. Σε λίγο ένα παλληκάρι ανέβηκε δυο-δυο τις σκάλες. — Μπα εσύ 'σαι, Μαθιέ; Καλώς ώρισες. Τρομάξαμε να σε γνωρίσουμε. Ήτανε ο γυιός του εκκλησιάρη του «Ευαγγελισμού», μούτσος με τα καράβια. — Χαιρετίσματα απ' τον παπά, κυρά παπαδιά. Η παπαδιά έγινε κατακόκκινη, σαν να της χάρισαν βασίλειο.

Από παιδί μούτσος στα Σκοπελίτικα καράβια και πιο ύστερα ναύτης και λοστρόμος και καπετάνιος, και τώρ' ακόμα πούχε παρατήσει τις θάλασσες, γέρος ογδοντάρης, κ' έπιασε τους γιαλούς, με τη μικρή του ψαρόβαρκα, τη «Μαχώ» — της μοναχοκόρης του τόνομα — , δεν άλλαζε όλα τα καλά του κόσμου με τη μοναξιά του. Έτσι του κόλλησε και το παρανόμι. Ο Στρατής το Στοιχειό με τόνομα.

Μεγάλη εντοπία σκούνα είχε προσεγγίσει προ τριών ημερών φορτωμένη εις τον λιμένα, περιμένουσα ευνοϊκόν άνεμον διά να αποπλεύση εις το τέρμα του ναύλου της· ο πλοίαρχος, τρίτην ήδη νύκτα, ανεπαύετο ευφραινόμενος κατ' οίκον, πλησίον της συμβίας και των τέκνων· οι σύντροφοι, εντόπιοι όλοι, περιήρχοντο εν κύκλω τα καπηλεία, αποζημιούμενοι εις τρεις νύκτας δι' αναγκαστικήν εγκράτειαν εβδομάδων και μηνών· ο μούτσος, όστις ήτο ξένος, έμενε μόνος φύλαξ του πλοίου, των αρμένων και του φορτίου, και μόνος φύλαξ του μούτσου ο καραβόσκυλος.

Αλλά το παιδίον είχε γείνει άφαντον, όπισθεν της γωνίας του τοίχου, και μόνον τα βήματά του ηκούοντο δρομαία επί του λιθοστρώτου. — Ο μούτσος του διαβόλ' ο γυιος θα τώστρωσε πουθενά στο μεθύσι, άρχισε να μονολογή ο καπετάν Κυριάκος, κι' άφησε την βάρκα στην τύχη της.

Αμ' γι' αυτό δεν ήθελα να τον αφήσω, η δυστυχισμένη. Παπάς άνθρωπος, τ' ήθελε μες τα καράβια; Καπετάνιος με τα ράσα; — Στα καράβια τ' ήθελε; είπε γελώντας ο μούτσος. Μακάρι να τούβγαιναν πολύ καπετανέοι μπροστά. Ο καπετάν Βεκίλης τον έχει δεξί του χέρι. Αυτός του κουμαντάρει το μπάρκο, γι' αυτό τον έφαγε να τον πάρη στην Αμβέρσα. Και πού να σας λέω και τάλλα.

Και απάνω στον κερεστέ, ένας μούτσος σκαρφαλωμένος, που έσερν' ένα σανίδι με κόπο, να το σιγουράρη στο σωρό, άφησε το σανίδι να πέση απ' το χέρι του, έβγαλε τη σκούφια του κ' έκανε το σταυρό του. Η βάρκα, με το ανεπάντεχο ρυμούλκιο, έσχιζε σιγά και λυπητερά τα νερά του λιμανιού, λάμνοντας ολοένα κατά το μώλο...