United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας με φονεύση όστις από σας με αγαπά. Α’. ΦΥΛΑΞ. Όχι εγώ. Β'. ΦΥΛΑΞ. Ούτ' εγώ. ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Ο θάνατος και η τύχη σου τρέπουν εις φυγήν τους οπαδούς σου. Αρκεί μόνον να δείξω εις τον Καίσαρα το ξίφος τούτο και να του φέρω την αγγελίαν, διά ν' αποκτήσω την εύνοιάν του. ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Πού είναι ο Αντώνιος; ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Εκεί, Διομήδη, εκεί. ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Ζη; δεν αποκρίνεσαι, ω άνθρωπε;

Τι έχεις, άνδρα μου γλυκέ, ‘ς το χέρι σου σφιγμένον; Ποτήρι; Σ' εθανάτωσε παράκαιρα φαρμάκι! Όλον το 'πήρες, ω κακέ; δεν άφησες κ' εμένα σταλαγματιάν, κατόπιν σου να έλθω; θα φιλήσω τα χείλη σου. Επάνω των ίσως φαρμάκι μένει, και με το βάλσαμον αυτό 'μπορέσω ν' αποθάνω. Είναι τα χείλη σου ζεστά! ΦΥΛΑΞ, έξωθεν. Οδήγει μας. Πού είναι; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Έρχοντ’ εδώ. Να μην αργώ.

Και πώς ηρέσκετο να διηγήται μετά ταύτα ο ίδιος το επεισόδιον τούτο. — Άμα εφθάσαμετο Λιμεναρχείο, έλεγε, — ξεπλατιαστήκαμετα κουπιάμας ερωτά ο φύλαξ: — Ποιος είν' ο καπετάνιος; — Νά! εγώ είμαι! Σηκόνομαι και τους λέγω. Τι; δεν με γνωρίζετε; Και εστάθηκα ντούρος.

Όσο μπορείτε πιο γλίγωρα αποκρύψατε σε κάποιο μέρος μακριά ή και σκοτώστε με στο πέλαο ρίχτε, να μη σας είναι δυνατό πια να με ιδήτε. Δεχθήτε να μ’ εγγίσετε τον άθλιο εμένα. Πεισθήτε° μη δειλιάζετε. Ω συμφορά μου! Άλλος κανείς πάρεξ εγώ δεν θα υποφέρη. ΧΟΡΟΣ Ιδού προς τούτο έφθασεν ο Κρέων, που μόνος απόμεινε στο πόδι σου της χώρας φύλαξ, για να σκεφθή και να τελέση, όσα νομίζεις.

ΛΟΥΚ. Και όμως πρέπει να γνωρίζετε ότι αν φονεύσετε εμέ θα φονεύσετε εκείνον εις τον οποίον προ πάντων έπρεπε να ευγνωμονήτε, ο οποίος είνε οικείος προς υμάς και φίλος και ομόφρων και, αν μου επιτρέπετε να το είπω, προστάτης και φύλαξ της διδασκαλίας σας και πολύ εκοπίασα εξ αγάπης προς υμάς.

Ο φύλαξ του κοιμητηρίου, γέρων γνωστός εις τον ιατρόν και ευεργετηθείς υπ' αυτού, πρώτην φοράν έβλεπε λύπην τόσον τρυφερά εκδηλουμένην, ό,τι δε του έκαμνε μεγάλη εντύπωσιν ήτο, ότι ο ιατρός επεσκέπτετο το μνημείον μόνος . . . Η σύζυγος του δις ή τρις το επεσκέφθη εις τας αρχάς. Εκείνος εθλίβετο, χωρίς όμως να κατηγορή την σύζυγονΕίνε του χαρακτήρος της έλεγε.

Σταυρός ο φύλαξ πάσης της Οικουμένης· Σταυρός η ωραιότης της Εκκλησίας· Σταυρός βασιλέων κραταίωμα και των πιστών στήριγμα. Ολόκληρος η Ιερουσαλήμ, όπως το παρελθόν έτος η βασιλεύουσα, εσκίρτα από χαράν και αγαλλίασιν διά τα μεγάλα και ένδοξα, όσα μετά τας καταστροφάς, τας συμφοράς και τα δεινοπαθήματα έβλεπε τώρα τελούμενα υπό του Θεού διά του βασιλέως.

Αλλά θα γίνω μνηστήρ του θανάτου μου και θα ριφθώ εις τας αγκάλας του ως εις κλίνην ερωμένης. Εμπρός λοιπόν! Έρως, ο κύριός σου αποθνήσκει μαθητής σου. Πώς; δεν απέθανα ακόμη; δεν απέθανα; Ε! φύλακες! Α’. ΦΥΛΑΞ. Τι τρέχει; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν έκαμα καλά την εργασίαν μου. Φίλοιτελειώσατε ό,τι ήρχισα. Β'. ΦΥΛΑΞ. Έδυσε το άστρον. Α'. ΦΥΛΑΞ. Και ήλθε το πλήρωμα του χρόνου. ΟΛΟΙ. Ω συμφορά! αλλοίμονον.

Εγώ δε κρυπτόμενος όπισθεν των δένδρων ηκολούθησα μακρόθεν την συνοδίαν, μέχρις ου είδα τον Αιθίοπα ανοίγοντα την θύραν του κήπου μας και τας γυναίκας μετά των παιδίων εισερχομένας εντός αυτού. Τελευταία εισήλθεν η Δέσποινα. Προτού διαβή την θύραν εστράφη. Ησθάνετο ότι ακολουθώ τα ίχνη της! Εισήλθε μετ' αυτής ο φύλαξ του χαρεμίου, και η θύρα εκλείσθη.

Ήτο ανάγκη να προφυλαχθώμεν από τον πίθηκον αυτόν. Εξηκολούθησα να λέγω νωχελώς εις τον Χαλκοπώγωνα: «Λάβε την Λίγειαν και χάρισέ την εις τον Βινίκιον, έχεις το δικαίωμα, διότι είναι όμηρος και συνάμα θα παίξης καλόν παιγνίδι εις τον Άουλον». Ο Καίσαρ συνήνεσε και θα γίνης συ ο επίσημος φύλαξ της ομήρου, διότι θα παραδώσουν εις τας χείρας σου τον λιγειακόν τούτον θησαυρόν.