United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πριν να φτάση ο προύχοντας με τον ξένο στο σπίτι του, πέρασαν μπροστά από το σπίτι της νυφοκόρης της Κώσταινας. Αυτή, εκείνη τη στιγμή, στέκονταν στην πορειά της, κι' επειδή αιστάνονταν λιθοπάτημα, κάθε φορά που έβλεπε άνθρωπο με φορέματα ξενιτεμένα, είπε στον προύχοντα ντροπαλά-ντροπαλά, πριν εκείνος της δώση την «καλημέρα».

Και εις του πατρός το υψηλό θάλαμο αυτός κατέβη πλατύν, όπ' ήσαν σωρευτά χάλκωμα και χρυσάφι, 'ς τ' αρμάρια τα φορέματα, και περισσά τα μύρα. και μέσα παλαιού κρασιού γλυκύτατου πιθάρια 340 στέκονταν, όλα γεμιστά θείο πιοτό και ακράτο, 'ς τον τοίχο αράδα κολλητά, αν ίσως καί ποτ' έλθη εις την πατρίδ' ο Οδυσσηάς, 'ς το τέλος των δεινών του. σανίδαις είχε δίφυλλαις πυκνά συναρμοσμέναις, κ' ημέρα νύκτα ευρίσκονταν κελλάρισσα γυναίκα 345 αυτού, 'π' όλα τα εφύλαγε, με προσοχή, με γνώσι, η Ευρύκλεια, 'που 'ταν γέννημα τ' Ώπα Πεισηνορίδη•τον θάλαμο ο Τηλέμαχος έκραξε αυτήν και είπε•

Στέκονταν όλοι γύρα στο επιθανάτιο κρεβάτι της δόλιας Μάννας, της αληθινής μάννας του σπιτιού και περίμεναν το τέλος της, την ύστερη πνοή της με βαρυοθλιμμένο πρόσωπο και με δάκρυα στα μάτια. Σε λίγο ήρθε κι' ο παπάς με τ' αρτοφόρι για να τη μεταλάβη.

Τα χρόνια σωρεύονταν το έν' απάνω στ' άλλο, κι' η κάκω η Μήτραινα δεν το καταλάβαινε, γιατί τα δόντια της στέκονταν γερά, και κάθε Σάββατο, που λούζουνται, λούζονταν σύνταχα, στα σκοτεινά στο πρώτο λάλημα του πετεινού της, και πέταζε τ' αποχτενίδια στη φωτιά, κι' έτσι δε μπορούσε να ιδή τα μαλλιά της που είχαν γένει άσπρα, σαν βαμπάκι.

Είχε τη χάρη της αυγής, της χρυσοστολισμένης, Σίντας προβαίνη ασύννεφη ψηλά στα κορφοβούνια, Κι’ όταν την έπιανε ο καημός κι’ αρχίναε το τραγούδι, Στέκονταν όλοι μ’ ανοιχτό το στόμα για ν’ ακούσουν, Κι’ από τη ζήλια την πολλή βουβαίνονταν τ’ αηδόνια.

Η Μαριανθούλα τότε πετάχτηκε από τον τοίχο, που στέκονταν, και ρίχτηκε στην αγκαλιά της βάβως της, κι' αφού την αγκάλιασε και τη φίλησε γλυκά, της είπε: — Μη βαβούλω μου, κλαις και μη λες τέτοια λόγια! Μη λες πως θα πεθάν'ς!... Εγώ δε θέλω να πεθάν'ς!.. Η γριά την έσφιξε στην αγκαλιά της και της είπε: — Καλά ψυχή μ'! Καλά χαδιάρα μ'! Δεν πεθαίνω. Σου είπα πότε θα πεθάνω.

Κείνον αφήκαντα φρικτά δεσμά του τεντωμένον, 200 και αρματωθήκαν, έκλεισαν την στιλβωμένην θύρα, κ' ήλθαντον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. αυτού με στήθος φλογερό στέκονταν, 'ς το κατώφλι τέσσερες, καιτο μέγαρο πολλοί κ' εκείνοι άνδρείοι· η Αθήνη κόρη του Διόςτο πλάγι τους τότ' ήλθε, 205 εις το κορμί καιτην φωνή του Μέντορ' όλη ομοία. άμ' ο Οδυσσέας είδε την εχάρη και της είπε· «Μέντορα, να μη λησμονήςτην φοβερήν ανάγκη τον φίλον ευεργέτη σου και τον ομήλικόν σου».

Αναμέρησαν όσοι στέκονταν κατάντικρυ της θύρας κι' άφηκαν ελεύτερο το μάτι της δόλιας της Μάννας να βλέπη προς τα έξω, κι' αυτή κάρφωσε τα μάτια της στο έμπα της θύρας για κάμποση ώρα, κι' ύστερα άρχισε το τραγούδι, σα να είταν γερή. «Ξενιτεμένο μου πουλί, γλυκό χελιδονάκι, «Η Ξενιτειά σε χαίρεται κι' εγώ πίνω φαρμάκι.

Έβγαλε τις φωνές η Λιόλια κ' έτρεξε με τα γέλοια κάτω στην κουζίνα. Ο Νίκος από πίσω. Την κυνηγούσε στην αυλή κι αυτή ξεφώνιζε απ’ τα γέλοια. Ξαναμπήκανε μέσα στην κάμαρη κ’ έτρεξε η Λιόλια να φυλαχτή κοντά στη Βεργινία, πίσω απ' το κρεββάτι. Ήτον κατακόκκινη, σα μαγιάτικο τριαντάφυλλο χιονισμένο απ’ τα χαρτάκια· τα μαλλιά της στέκονταν ανάερα σα χρυσό σύννεφο.

Η γριά, ακούοντας τα λόγια της αγγονιάς της, άρχισε να σταυροκοπιέται, ενώ τα δάκρυα της ανέβαιναν από την καρδιά στα μάτια, η τσιούπρα στέκονταν κακιωμένη, κι' η υπηρέτρα έφερε τα μπρικολίγενα να νιφτούν.