United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Τ' είπες, μωρέ; το ρώτησε ο Αριστόδημος ελπίζοντας να ακούση διαφορετική απάντηση. — Ο Δημητράκης μ' έστειλε να σου ειπώ: η κυρά Πανώρια πέθανε... η μάννα σου, λέει, πέθανε. — Πότε; — Ψες βράδυ... κοντά στο σούρουπο.. . — Αλήθεια; — Να, μα το σταυρό! Έσκυψε, έκαμε δυο βήματα μέσα, άρπαξε με τα χέρια το κεφάλι και ρίχτηκε στο κρεββάτι βογγώντας. Το χωριατόπουλο άνοιξε τόσα τα μάτια του.

Για κάτι στοίχημα του μιλάει. Τόχασε, λέει, ο πλαγινός του το στοίχημα. Άμα της ρίχτηκε, λέει, της Κυρίας που ματιά δεν τους χάριζε στον περίπατο, την έμπλεξε μέσα στα δίχτυα του. Πέντε βίζιτες πήγε, λέει, και της έκαμε ως την ώρα.

Είναι ο Γκορνεβάλης, κι' αυτός ο άλλος θάναι ο ίδιος ο Τριστάνος·». Εσπηρούνισε τάλογό του κατά πάνω τους, φωνάζοντας «ΤριστάνεΑλλά οι δυο ιπποκόμοι είχαν κάμει κι' όλα μεταβολή κ' έφευγαν. Ο Μπλεχερή ρίχτηκε κατά πίσω τους, φωνάζοντας: «Τριστάνε! Στάσου! στην αντρεία σου σ' εξορκίζω». Οι ιπποκόμοι έφευγαν πάντα. «Στάσου, Τριστάνε!

Σε λίγες μέρες φτάσανε στο Βόσπορο. Ο Αγαθούλης πρώτα-πρώτα ξαγόρασε τον Κακαμπό πολύ ακριβά· και, δίχως να χάνη καιρό, ρίχτηκε σε μια γαλέρα με τους συντρόφους του, για να πάη στις αχτές της Προποντίδας να ζητήση την Κυνεγόνδη, όσο άσκημη κι' αν ήτανε.

Ρίχτηκε με τάλογό του μέσα στο σίφουνα κι άδραξε την αθανασία. — Δε διάβασα τέτοιο θάνατο πουθενά. — Δε διάβασες γιατί δεν έγινε. Ζη ο Βασιλιάς μας, ζη και μας προσμένει! φώναξε η κόρη με αστραφτερά μάτια σαν προφήτισσα. — Το πιστεύεις; — Το πιστεύω! βέβαια και το πιστεύω αφού στο λέω.

Του κάκου της έγραφε συβουλές από τα όρη ο Χρυσόστομος. Και λέγουν πως σαν απέθανε, βάλθηκε το λείψανο της σε κουτί και ρίχτηκε μες στη θάλασσαείταν η παραγγελία της αυτή —, κ' η θάλασσα το ξέβρασε κάπου, και το μεταφέρανε στην Πρωτεύουσα και το καταθέσανε στο ναό του Αγίου Θωμά. Ένα χρόνο ύστερ' από την εξορία του Χρυσοστόμου ξαναγίνουνται σεισμοί στην Κωσταντινούπολη.

Το ίδιο και μ' ένα καπρί μέσα 'ςτά ρουμάνια της φραγκιάς, που κυνηγούσαν με της Πούλιας το βασιλιά μαζί. Ο φράγκος βασιλιάς σκιάχτηκε κι ανατρόμαξε 'ςτό συναπάντημα του θεριού. Ο Σκεντέρμπεης όμως του ρίχτηκε με το δαμασκί του 'ςτό χέρι και του χώρισε το κορμί σε δύο κομμάτια.

Τότες πια ο Φοίβος φώναξε του λυσσασμένου τ' Άρη «Άρη φονιά, ματόβρεχτε, Άρη καστροτινάχτη, 455 έλα απ' τον πόλεμο λοιπόν τον άντρα αφτόν να βγάλεις, πούναι άξιος και τον Δία πια να πολεμήσει τώρα. Την Κύπρη πρώτα πλήγωσε από κοντά στο χέρι, έπειτα ακόμα σαν στειχειό μου ρίχτηκε κι' εμένα

Κακή! της είπε ο νέος χαϊδευτικά, δίνοντάς της ένα φιλί. — Δεν είμαι κακή· διαμαρτυρήθηκε η κόρη γλαρωμένη· μα μου αρέσουνε οι θυμοί του· είνε τόσο αστείοι!.. Ο Δημητράκης δε ρίχτηκε με τα μούτρα μόνον στη δουλειά μα και στη μελέτη! Αλήθεια έδινε τα πρωτεία σε κείνη· και τούτη όμως δεν την αμελούσε. Η μία ήταν απόλυτη ανάγκη για τη ζωή του· μα κ' η άλλη ήταν το ίδιο για το πνεύμα του.

Ο Αγαθούλης, περισσότερο από συμπάθεια παρά από φρίκη, έδωσε σ' αυτόν τον τρομαχτικό ζητιάνο τα δύο φιορίνια, πούχε λάβει από τον έντιμο του αναβαφτιστή, τον Ιάκωβο. Το φάνταγμα τον εκύτταξε στα μάτια, δάκρυσε και ρίχτηκε στο λαιμό του. Ο Αγαθούλης τρομαγμένος πισωδρόμησε. — Αλλίμονο! είπεν ο ένας άθλιος στον άλλον άθλιο, δεν αναγνωρίζετε πια τον αγαπημένο σας Παγγλώσση; — Τι ακούω!