United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού όλοι οι υπηρέτες εξαφανιστήκανε, οι έξι ξένοι, ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος μένανε βυθισμένοι σε βαθυά σιγή. Επί τέλους ο Αγαθούλης τη διάκοψε! — Κύριοι, είπε, να μια μοναδική αστειότητα. Γιατί ήσαστε όλοι βασιλιάδες; Όσο μια μένα, σας ομολογώ, πως δεν είμαι βασιλιάς, καθώς κι' ο φίλος ο Μαρτίνος. Ο αφέντης του Κακαμπό έλαβε τότε με πολλή σοβαρότητα το λόγο και είπε Ιταλικά!

Με το ίδιο νόημα έγραφε και στην κυρία Pigalle τις 30 του Γενάρη 1811 από τη Ρώμη: «Έπρεπε να διαβάστε το «Δάφνη και Χλόη» όταν ήσαστε δέκα πέντε χρονών. Τι δε θα μαθαίνατε τότε!

Αμή!.. τον καιρό που εγώ αρμένιζα τα πέλαγα, εσείς δεν ήσαστε μουδέ σπόρος στ' αχαμνά του πατέρα σας!.. Το πλήρωμα, τότε γελά, σκαστά και τρανταχτά γέλοια και γελά μαζί του ο ΜπάρμπαΚαληώρας ο υποναύκληρος. Έτσι κ' ένα μεσημέρι ενώ η πρώτη βάρδια χορτασμένη έρραφτε κάποιο πανί και η δεύτερη, ολόγυρα στις καραβάνες εγευμάτιζε με σκύλινη όρεξι, ηθέλησαν πάλι να πειράξουν τον υποναύκληρο.

Έτσι άρχισα την κουβέντα μου με τον Παρμένοντα• «Βέβαια, Παρμένων, θα βούιζαν τ' αυτιά σας εκεί που ήσαστε, διότι πάντοτε σας εμελέτα κι' έκλαιε η κυρά μου, μάλιστα αν ήρχετο κανείς από τον πόλεμον και όταν εμαθαίναμε ότι εσκοτώθηκαν πολλοί, ετράβα τα μαλλιά της, εκτύπα τα στήθια της και ήτον απαρηγόρητη». ΠΑΝ. Εύγε, Δορκάς, ωραία τα είπες.

Η γυναίκα μου μού είπε, κύριε, πως ήσαστε πολύ έντιμος άνθρωπος και καθ' αυτό ένας από τους φίλους της· της ανέθεσα λοιπόν να σας μιλήση για μια διαθήκη που θέλω να κάνω. ΜΠΕΛΙΝΑ Αλλοίμονο! Είμαι εντελώς ανίκανη να μιλήσω για τέτοια πράγματα. ΜΠΟΝΦΟΥΑ Μου εξήγησε, κύριε, την πρόθεσί σας και τι σκέπτεσθε να κάνετε γι' αυτήν.

Εκείνοι, επειδή έβλεπαν πως τους κορόιδευε, δεν απαντούσαν εις το κάθε τι που τους ερωτούσε ο Κτήσιππος. αλλά γενικώς επανελάμβανον ότι όλα τα γνωρίζουν διότι απροκαλύπτως πλέον ο Κτήσιππος δεν άφησε τίποτε που να μην τους ερωτά, και τα πλέον γελοία ακόμη πράγματα, αν τα γνωρίζουν· εκείνοι δε με ακλόνητον γενναιότητα αντιμετώπιζαν όλας τας ερωτήσεις, διαβεβαιούντες ότι τα γνωρίζουν, όπως οι κάπροι που πέφτουν μόνοι των επάνω εις τον σίδηρον που τους πληγώνει· ούτως ώστε και εμένα επί τέλους με ώθησεν η απιστία μου να ερωτήσω τον Ευθύδημον, εάν γνωρίζη και να χορεύη ο Διονυσόδωρος. — Μάλιστα, μου απεκρίθη εκείνος. — Όχι όμως βέβαια και να γέρνη τούμπες μέσα σε στημένα μαχαίρια, και να κάμνη τον τροχόν εις την ηλικίαν που ευρίσκεται· ή και μέχρις αυτού του σημείου φθάνει η ικανότης του; — Τίποτε δεν είναι που να μην το γνωρίζη. — Και τα γνωρίζετε όλα τώρα μόνον, ή από πάντα; — Από πάντα, μου απήντησε. — Και όταν ήσαστε παιδιά, και ευθύς που γεννηθήκετε τα ηξεύρετε όλα; — Όλα απήντησαν και οι δύο μαζί.

Αν δεν εγίνοντο αυτά, σε ποιο σημείο θα εφθάνατε; Πρέπει να διευκολύνετε τα πράγματα· άλλως τε δε θα κάναμε τίποτα και δε θάδινα ούτε μια πεντάρα για το επάγγελμά μας. ΑΡΓΓΑΝ Η γυναίκα μου, κύριε, μου είχε πει πως ήσαστε πολύ επιτήδειος και πολύ τίμιος άνθρωπος. Τι μπορώ, σας παρακαλώ, να κάνω για να της δώσω την περιουσίαν μου και να την στερήσω απ' τα παιδιά μου;

Ποιος νάναι άραγε αυτός ο άνθρωπος, λέγανε οι πέντε βασιλιάδες, που μπορεί να δίνη εκατό φορές περισσότερα από μας και τα δίνει; Μήπως ήσαστε και σεις βασιλιάς, κύριε; — Όχι, κύριοι, και δεν το επιθυμώ καθόλου!