Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Ως κυριώτερον λοιπόν εις την παιδείαν θεωρούμεν την ορθήν ανατροφήν, η οποία προ πάντων θα οδηγήση την ψυχήν του παίζοντος να αγαπήση μανιωδώς εκείνο, εις το οποίον θα είναι ανάγκη, όταν γίνη ανήρ, να τελειοποιηθή εις το πραγματικόν. Σκεφθήτε λοιπόν, καθώς σας είπα, αν έως εδώ σας αρέσει αυτό που λέγω. Πώς όχι; Λοιπόν και τι ονομάζομεν παιδείαν ας μην το αφήσωμεν απροσδιόριστον.

Τέλος, μετά μακράς ώρας, μέγας άνεμος τυφών μανιωδώς εφύσησεν. Εσίγησεν ο μονότονος ροίβδος της βροχής, ο βαθύς ρόχθος των κυμάτων αντήχει τώρα από τον λιμένα, και ο φρενιαστικός συριγμός των τροχαλιών, και η βάναυσος κλαγγή των αλύσεων, τας οποίας εξέσυρε κ' έπαιζεν η τρικυμία.

Οι δύο άνεμοι μόνον αφορμήν περιέμενον, όπως δοθώσιν εις την παιδιάν ταύτην, και ενώσαντας τας δύο ισχυράς πνοάς των εις μίαν και μόνην, ήρχισαν ευθύς να φυσώσι μανιωδώς. Τότε συνέβη φοβερά αλλοίωσις επί του προσώπου της θαλάσσης.

Τοιουτοτρόπως διέσωσεν αυτήν πολλάκις, αλλ' επί τέλους πληγωθείς εν τη ατελευτήτω πάλη και μη δυνάμενος πλέον ν' ανακτήση το πολύαθλον γέρας, εκτραπέν υπό των εχθρικών λακτισμάτων πέραν του κύκλου ον διέγραφε το ξίφος, επέπεσε μανιωδώς κατά των πολεμίων και εφονεύθη καθ' ην στιγμήν έψαυε διά των δακτύλων την κόμην του Καλλιακούδα.

Και ο μέγας καραβόσκυλος, ο Τσούρμος, τρέχων και αυτός όσον του επέτρεπεν η άκρα έντασις της αλύσεώς του, εγαύγιζε μανιωδώς προπέμπων το πλοίον, εφ' ου εντός της ημέρας έμελλε να μεταφερθή.

Ο Βεζήρης επαινέσας τον θρησκευτικόν αυτής ζήλον, έστερξε προθύμως και ούτω χάριν της Βασιλικής εν αυτή τη φωλεά του θηρίου κατηρτίσθη πολύτιμον προσευκτήριον, όπου πολλάκις και το ανθρωπόμορφον εκείνο τέρας εν ταις μεγάλαις αυτού δυσχερείαις προσήρχετο ικετεύων. Δεκαπενταετή ήδη ενυμφεύθη αυτήν ο Αλής κατά το οθωμανικόν θρήσκευμα και έκτοτε την ηγάπησε μανιωδώς καί τοι γέρων.

Αλλ' ο Μανώλης, αντί να μεταβή εις το πατρικόν ή άλλο συγγενικόν σπίτι, ενεφανίσθη εις την πλατείαν της Αγίας Αικατερίνης, όπου οι νέοι έπαιζαν τον ποταμόν, ενώ τα παιδία έκρουαν μανιωδώς και αδιακόπως σήμαντρον κρεμάμενον εις τον κορμόν γηραιάς νερατζιάς. Ο ποταμός έκανε τον γύρον της εκκλησίας, ότε έξαφνα ηκούσθη η φωνάρα του Μανώλη: — Άντρες τα 'ρίζουν τα Σφακιά κι' άντρες τα πολεμούνε!

Αι λεπίδες έθιγον την γην κ' αίφνης επέτων άνω, ως σαϊτόφιδα λαμποκοπούσαι και μανιωδώς συρίζουσαι, ανυπόμονοι και αυταί να κόψουν κρέας, να λιανίσουν κόκκαλα. Οι δύο μονομάχοι εβόγγουν, ήσθμαινον, υβρίζοντο, εκάγχαζον ως δύο λυσσασμένοι σκύλοι οι οποίοι μη έχοντες άλλους να τους ερεθίσουν φροντίζουν διά γκρινιασμάτων να ερεθισθούν μεταξύ των.

Η αραπίνα εμειδίασε φιλαρέσκως, ο Έλλην προσεπάθει να εύρη ισορροπίαν διά να μ' εναγκαλισθή, το βρέφος έκλαιεν αγγλιστί, οι σκύλοι εγαύγιζαν δεν ενθυμούμαι εις ποίαν γλώσσαν και ο νέος Έδισων μου είπεν: — Εκαταλάβατε τώρα, κόρνελ, διατί τρέχουν οι Αμερικανοί; — Δεν εκατάλαβα. — Διατί; — Διότι δεν εννοώ αγγλικά. Τρέχω τώρα, τρέχω μανιωδώς, με την γλώσσαν έξω, με κρουνούς ιδρώτος.

Ο Τρέκλας είχεν οπισθοχωρήσει και εν ακαρεί συνέκρουσε τον πυρίτην λίθον με τον σίδηρον, και ήναψε δάδα. Ο Σκούντας ερρίφθη ορμητικώς επ' αυτής και την έσβεσεν. Αλλ' όσον ασύλληπτος εν νω και αν ήτο η στιγμή καθ' ην διήρκεσε το φως, ο Τρέκλας είδε το πρόσωπον του ανθρώπου τούτου. — Συ είσαι! Σε αναγνωρίζω! έκραξε μανιωδώς. Και τον ήρπασεν εκ του λαιμού.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν