United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταύτα εφευρόντες, διεσκέδαζον ως ακολούθως κατά της πείνης· την μεν μίαν ημέραν όλην έπαιζον, διά να μη σκέπτωνται περί τροφής, την δε άλλην διέκοπτον τα παιγνίδια και έτρωγον. Χάρις δε εις το μέσον τούτο, δεκαοκτώ έτη παρήλθον· εν τούτοις το κακόν, αντί να παύση, ηύξησε.

Οι δε στρατιώται, εφόσον μεν εύρισκόν τι να ανασπώσιν εκ της γης, έζων τρεφόμενοι με χόρτα· φθάσαντες όμως εις τα αμμώδη μέρη, εστερήθησαν και του καταφυγίου τούτου· τότε τινές εξ αυτών έπραξαν έργον αποτρόπαιον. Ρίπτοντες κλήρον μεταξύ των έτρωγον ένα εις τους δέκα.

Το μέγεθος αυτών ήτο όσον μεγάλης γαλής· ηρήμωσαν ολοκλήρους συνοικίας και εκένωσαν τας αποθήκας του ναυτικού· έπνιγον τους γάτους· κατεβρόχθιζον τας λαμπάδας των ναών· έτρωγον εν τη κοιτίδι αυτών τα βρέφη· ανέσκαπτον τους τάφους, όπως φάγωσι και τους νεκρούς, την δε ηγουμένην της μονής των Καρμηλιτών οσίαν Ροζαλίαν έφαγον εν τω κελλίω της ζωντανήν, ενώ ήτο βυθισμένη εις έκστασιν ουρανίαν.

Ο θόρυβος των συνευθυμούντων ως βοή, βοή του χειμάρρου του Πετραλώνου, έφθανε μέχρι της καρυδέας, οπού αι τρεις γυναίκες ησύχως και ηρέμα έτρωγον το λιτόν γεύμα των, συντροφευόμεναι υπό δύο κοσσύφων, οίτινες εις τα υψηλότερα κλωνάρια του ωραίου δένδρου συνεκρότησαν αγώνα άσματος επίμονον και φίλεριν, προς ερημικήν αηδόνα επί άλλου καθημένην κλώνου άλλου δένδρου και κατακηλούσαν ηδέως του θνητού την καρδίαν.

Τετράκις της ημέρας έτρωγον οι καλοί πατέρες• αντί βουτύρου μετεχειρίζοντο χοίρινον άλειμμα και τους δακτύλους των αντί περόνης, οι δε αμαρτήσαντες ετιμωρούντο στερούμενοι αλείμματος επί τινας εβδομάδας, ως παρ' ημίν της μεταλήψεως.

Το βρέφος το νήπιον εκοιμάτο προ μικρού θηλάσαν. Τα τρία άλλα παιδία, βαστάζοντα ανά έν τεμάχιον άρτου, ανεπιμέλητα, εβύθιζον αυτό εις τους ρύπους της αυλής, και είτα το έτρωγον. Η σύζυγός του, προς νέαν πλύσιν ετοιμαζομένη, παρεπονείτο ότι ησθάνετο αδιαθεσίαν και κόπωσιν αφόρητον. — Θα κρύωσες, είπεν ο Μιστόκλης, γιατί εψές, κατάλαβες, φυσούσε μπονέντες.

Ως οι Τρωαδίται την Ελένην, ούτω και οι Σουλιώται έτρωγον διά των οφθαλμών το άλογον του Αλή: Ο Λάμπρος τ' ώβλεπε κι' από τη ζήλεια Κρυφά αναστέναξε, δαγκάει τα χήλια. «Άτι περήφανο να σ' είχα 'γώ Μέσατα Γιάννινα ήθελα μπω

Εζύμωσαν πλακούντας δυσπέπτους και τους ενόμισαν άρτον, και ετράφησαν δι' αυτών, και τους εμάσσησαν ηδονικώτατα, χαίροντες ίσως και εναβρυνόμενοι, ότι δεν έτρωγον το μ α ύ ρ ο ν σ π ι τ ι κ ό ν ψ ω μ ί του απολιτίστου Έλληνος, . . αυτοί οι εκ του προχείρου και τόσον ακόπως πολιτισθέντες.

Και άφινον οπίσω της ένα πάντοτε εμπαιγμόν: — Τώρα και αυτή η περιβολάρισσα! Όμως εκείναι αι κακολογούσαι έτρωγον την μεσημβρίαν ξηρό ψωμί, η δε περιβολάρισσα θειά-Ζωίτσα είχε μαγείρευμα ευώδες να φάγη αυτή μετά των δύο θυγατέρων της και να μοιράση εις τους συγγενείς και γνωρίμους της.

Αν δε εν μέσω της γενικής εκείνης αμαθείας και διαφθοράς επήρχετο είς τινα εξ αυτών η ιδιότροπος όρεξις να ζήση εναρέτως ή να ομιλήση λογικώς, έτρωγον εκείνοι την μερίδα του καλού τούτου ανθρώπου, γελώντες διά την ανοησίαν του και αφίνοντες μάλιστα εις αυτόν τον τίτλον του αγίου, όστις απενέμετο τότε αφειδώς εις τους ιερείς, ως σήμερον το ε ξ ο χ ώ τ α τ ο ς εις τους ιατρούς.