United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με κατέλαβε λοιπόν ο ύπνος και ωνειρεύθην... ούτε άσματα αηδόνος, ούτε μαύρας πλεξίδας, ούτε σελήνης μαρμαρυγάς, αλλ' ότι ευρισκόμην εις την Σύραν, εις την Λέσχην, και εκέρδιζα του πρωτομάστορη του πικέτου Αλοϊσίου Κατζαΐτη τρία καπότα κατά σειράν. Άδικον θα ήτο μετά τοιούτον όνειρον ν' αμφιβάλλω ότι ήμην εντελώς ιατρευμένος.

Συννεφούται ο ουρανός από τας μαύρας κάπας των θυελλών τας πορευομένας επάνω του, φαεινός στύλος προκύπτει εν ακαρεί εν μέσω αχανούς κυκεώνος μελανών στροβίλων· ιδού η ακτίς θα διώξη το έρεβος· η γαλήνη θα εξώση τον τυφώνα. Ο φαεινός στύλος ήτο σίφων τρομακτικός, σχεδόν υπερφυές θέαμα, το οποίον ερρίζωσεν εν ριπή επί της θαλάσσης και εκορυφώθη έως εις τον ουρανόν.

Ω, ηκολούθησα εκείνο ούτινος η θέα μόνη μου προξενεί τώρα ερύθημα! Και αι τρίχες της κεφαλής μου στασιάζουσι, διότι αι μεν λευκαί ελέγχουσι τας μαύρας επί θρασύτητι, αύται δε πάλιν τας λευκάς επί φόβω και τρέλλα. Πηγαίνετε, φίλοι· θα σας δώσω επιστολάς προς φίλους, οίτινες θα διευκολύνουν τα της πορείας σας. Μη λυπήσθε, σας παρακαλώ, και μη λέγετε ότι δεν θέλετε.

Αλλ' ήδηεπλησίαζεν ο εσπερινόςανασκουμπώσασα τα μανίκια της διά μέσου του επανωκορμίου του φουστανίου της και επιδείξασα μέχρι της μασχάλης σχεδόν μαύρας και ξηράς τας δύο εργατικάς χείρας της, είπεν αποτεινομένη προς τας παρισταμένας γυναίκας: — Για να σας πω, θα με μεσανυχτίσετε; Και ήρχισε να επισπεύδη το ξεφούρνισμα.

Πράγματι δεξιά, αριστερά και εμπρός, παντού έβλεπέ τις διαγραφομένας μαύρας μορφάς, διευθυνομένας μετά προφυλάξεως προς τας αμμώδεις χαράδρας. Διαβάται τινές και οι χωρικοί, οι επιστρέφοντες εκ της πόλεως, εξελάμβανον τους οδοιπόρους εκείνους ως εργάτας πορευομένους προς τα αμμόστρωτα στάδια ή ως μέλη επικινδύνου τινός εταιρείας μεταβαίνοντα εις νυκτερινά διαβούλια.

Και αι φωναί του όσον οξείαι, όσον διαπεραστικαί και αν ήσαν, δεν θα ηκούοντο πέραν· θα επνίγοντο και θα εβωβαίνοντο εν μέσω του φοβερού βόμβου της τρικυμίας. Τ' Αραπάκια ήσαν ύφαλοι, ή μάλλον σκόπελοι, ολίγον ανέχοντες άνω του κύματος μαύρας οξείας κορυφάς.

Προ τινος καιρού είχε μάθη ότι η σύζυγος του, εγκαταλειφθείσα υπό του απίστου φίλου, έζη άγνωστον πώς και πού . . . η είδησις δε αυτή, ήτις ηδύνατο να είνε και αδέσποτος επέτεινε την πικρίαν του. Την νύκτα εκείνην, την παραμονήν του Πάσχα, είνε μελαγχολικώτερος του συνήθους. Ζητεί ν' αποδιώξη τας μαύρας του σκέψεις και δεν το κατορθώνει. Πώς ήθελε να ελησμόνει . . .

Πώς να υπάγη μόνη, οπού ήτο γνωστή εις την γειτονιάν, οπού είχε φιλίαν με τον Παπά-Χρήστον, γιατί του έστελνε κάθε Σαββατοκύριακο πρόσφορα και νάμα, οπού ήθελε να ίσταται εξαιρετικώς, μόνη αύτη εκ των γυναικών, δεξιά, παρά την θαυματουργόν εικόνα των αγίων μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, και να δίδη συχνά, κατά την διάρκειαν της θείας λειτουργίας κηρία εις τον παπά-Χρήστον, να τα ανάπτη εις την αγίαν Προσκομιδήν.

Αίφνης αι όπισθεν ήρχισαν να κάμουν τόπον, υποχωρούσαι. Εις την πυκνήν συντροφίαν εισήλθεν ονάριον ζωηρόν, φέρον επί καινουργούς σάγματος άνθρωπον έως τεσσαρακοντούτη, με πρόσωπον ιλαρόν αμνάδος και με οξείς οφθαλμούς πτηνού, λάμποντας εις το σεληναίον φως υπό τας μαύρας δασείας οφρύς.

Ότε οι δύο χωρικοί έφθασαν εκεί είχεν ανέλθει επί του λέβητος γέρων ιερεύς, υψηλός, ασκεπής, κρατών εις την δεξιάν χείρα χαρτίον επίμηκες και εις την αριστεράν ανημμένην λαμπάδα, χονδράν και κατάμαυρον. Δεξιά και αριστερά αυτού, κάτω ίσταντο τέσσαρες άλλοι ιερείς, ενδυμένοι ποικιλόχρωμα άμφια και κρατούντες επίσης μαύρας λαμπάδας εις τας χείρας.