United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε την ακράδαντον πεποίθησιν ότι αμέσως ούτος θ' απεκάλυπτε την κεφαλήν προ του ιερού εκείνου μάρτυρος ανεσπέρου δόξης, προ του αγίου εκείνου λειψάνου τόσων θριάμβων. — Εδώ σας θέλω! έκραξε προσατενίζων όλους αυτούς με οφθαλμούς λάμποντας υπό χαράς και υπερηφανίας.

Αίφνης, της έσφιξε την χείρα και εψιθύρισε με χείλη τρέμοντα: — Σε αγαπώ, Γαλλίνα! . . . Σε αγαπώ . . . — Άφησέ με, Μάρκε, είπεν η Λίγεια. Αλλ' εκείνος, με οφθαλμούς λάμποντας: — Θείον πλάσμα, αγάπα με, αγάπα με! — Ο Καίσαρ σας βλέπει και τους δύο, είπεν η Ακτή. Ο Βινίκιος κατελήφθη από αιφνιδίαν οργήν εναντίον του Νέρωνος και της Ακτής.

Πάντοτε όμως το πρωινόν λουτρόν και μία καλή εντριβή επετάχυνον την νωθράν κυκλοφορίαν του αίματός του και ανεζωογόνουν τας δυνάμεις του τόσον πολύ, ώστε εξήρχετο από τον λουτρώνα ως ανανεωμένος με λάμποντας οφθαλμούς και τόσον γοητευτικός, ώστε ούτε αυτός ο Όθων θα ηδύνατο να συγκριθή με αυτόν. Όλη η Ρώμη τον ωνόμαζε «βασιλέα της κομψότητος».

Ο χαρίεις κομψευόμενος με τους λάμποντας οφθαλμούς του και τα βαθέα ωραία χαρακτηριστικά του, εις α οι φίλοι του έβλεπον μεγάλην ομοιότητα μορφής μεταξύ αυτού και του Σαίξπηρ, με την ακατάσχετον αυτού φαιδρότητα και την αγάπην, ην προς αυτόν συνεκέντρου εκ μέρους όλων όσοι τον εγνώριζον, ανδρών ή γυναικών, δεσποινίδων ή νέων.

Ποία δύναμις δραματική κρύπτεται εις τον μαυροβαθυπώγωνα αυτόν με τους δύο μεγάλους λάμποντας οφθαλμούς και την αέτειον ρίνα του και το αιώνων μειδίαμα εις τα λεπτά σατυρικά του χείλη!

Πάνω στο μπαλκόνι οι ιερείς γελούσαν και ο δίσκος της Νατόλια πηγαινοερχόταν λάμποντας ανάμεσα στο γαλάζιο και το μαύρο. Ο Έφις βρήκε έρημη την καλύβα.

Μα εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η Ελπίδα με το νυφιάτικο φόρεμά της, λάμποντας όλη από χαρά και νιάτα. — Τι πάθατε; είπε χαμογελώντας· απ' όξω σας ακούνε· δεν ντρεπώστε!... — Να, άκουσέ τον κ' εσύ! είπε ο Δημητράκης αφίνοντάς τους. Η Ελπίδα σαν άκουσε το θέλημά του Αριστόδημου στάθηκε αποσβολωμένη. Μπα ντροπές μας!

Εάν μεταβληθή εις τρικυμίαν την νύκτα, ίσως οι πάσσαλοι επί τέλους συντριβώσιν. Ίσως! Χθες προς το λυκαυγές μία λευκή περιστερά ήλθε κ' εκάθισεν επί των κιγκλίδων του εξώστου άνωθεν της κεφαλής μου, πάλλουσα τας πτέρυγάς της. Εντός του διαλυομένου σκότους, προτού ανατείλη ο ήλιος, την είδα προσηλούσαν εις τους οφθαλμούς μου τους λάμποντας οφθαλμούς της. Το βλέμμα της εξέφραζε θλίψιν άφατον.

Πάνω στο επίστεγο μαζεύτηκαν πολλοί θερμαστές και ναύτες, κοκκινόμαυροι από το κάρβουνο και τη σκουριά, σκοτεινοί, και με μόνο τα μάτια τους υγρά και καθαρά. Διαρκώς πάνω στην πρύμη έφταναν οι ξένοι αξιωματικοί, κομψοί, ωραίοι, ντυμένοι σ' επίσημη στολή, σε ρεδιγκότες καταστόλιστες από τα γαλόνια. Και οι αξιωματικοί του θωρηκτού τους υπεδέχονταν επίσημοι κι' αυτοί στη στολή, λάμποντας, χαρούμενοι.