United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κυρ-Μιχάλης πάλιν κατέναντί του με το πλατύ και μακρόν πρόσωπόν του, ασκεπής, ανασκουμπωμένος, ως μάγειρος οπού ήτο, με την ποδιάν του ακόμη, ήκουεν αφηρημένος, ακίνητος, δέσμιος, θαρρείς, μαγνητισμένος, θαρρείς, ακολουθών άπνους Έκτωρ το αιθέριον άρμα του Καπετάνιου. Αι λαμπάδες και των δύο έκειντο εκεί, κάτασπροι, επί της επιταφίου εκείνης πλακός, ενώ τα ποτήρια συνεχώς επληρούντο.

Μία των ιδιοτροπιών της, ήτις εφάνη αλλόκοτος εις το χωρίον, υπήρξε το να παραγγείλη να της κατασκευάσουν εντός του περιβόλου του κοινού κοιμητηρίου τον τάφον της κτιστόν, και να επιγράψουν επί πλακός το όνομά της· «Ενθάδε κείται η αείμνηστος χήρα του αοιδίμου Επάρχου Σ. Χ.» πριν αύτη αποθάνη ακόμη. Τούτο το είχον κάμει και άλλοι τινές προ αυτής.

Όταν είδε τον πέλεκυν επίστευσε ότι επήγαινον να αποκεφαλίσουν τον Ιωάννην και με έν κτύπημα εσταμάτησε τον ραβδούχον επί της πλακός, παρέθεσε μεταξύ εκείνης και του λιθοστρώτου μικράν αρπάγην και έπειτα τεντώσας τους μακρούς, και ισχνούς του βραχίονας, ανεσήκωσε την πλάκα ευκολώτατα. Όλοι τότε εθαύμασαν την ρώμην του γέροντος εκείνου.

Ευθύς μόλις ο Γιάννος ερρόφησε την πρώτην σταγόνα του νερού, η φοβερά ρήτρα της πλακός επηλήθευσεν.

Η μάνα μου που στα ριζά βασίλεβε της Πλάκος, 425 αφτήνε εδώ την έφερε με τ' άλλο βιος αντάμα, μα τη λεφτέρωσε έπειτα για ξαγορά μεγάλη, κι' η Άρτεμη τη θέρισε στον πατρικό της πύργο. Έχτορα, τώρα εσύ γονιός κι' εσύ γλυκιά μου μάννα, εσύ είσαι εμένα κι' αδερφός και τρυφερό μου τέρι, 430 Μον πια λυπήσου με, κι' αφτού στο κάστρο μείνε απάνου, μήπως με ρήξεις σε χηριά και το παιδί σ' αρφάνια.

Δεν δύνατο να πιστεύση ότι παραπέμπεται απλώς εις τας Δέκα Εντολάς, όθεν ερωτά εν εκπλήξει, «Ποίας Εντολάς;» Ο Ιησούς, επειδή ο νεανίσκος κάτι επεθύμει να π ο ι ή σ η, αναφέρει αυτώ απλώς τας της Δευτέρας Πλακός, διότι, ως καλώς παρετηρήθη, ο Χριστός παραπέμπει τους υπερηφάνους εις τον Νόμον, και καλεί τους ταπεινούς εις το Ευαγγέλιον. «Διδάσκαλε, απήντησεν εν εκπλήξει ο νέος, ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου». Αναμφιβόλως κατά το γράμμα δυνατόν να είχε πράξει ούτω, όπως μυριάδες έπραξαν· αλλά προφανώς δεν εγνώριζε πώς ηρμήνευεν ο Χριστός τας εντολάς ταύτας.

Εκεί εκάθηντο, εκεί εις εκείνο το ορθογώνιον μάρμαρον, οπού ήτο εκεί εν μέσω εν σχήματι επιταφίου πλακός, με γραφάς δυσδιακρίτους Βυζαντινών χαρακτήρων, με αναγλύπτους σταυρούς και λαμπάδας, όπερ ως τράπεζαν ιδιαιτέραν διά τους στενούς του φίλους, μετεχειρίζετο ο κυρ-Μιχάλης . . . ολίγαις εληαίς ή άλλο τι ορεκτικόν νηστίσιμον, και δύο ποτήρια κρασί ήσαν επί της πρωτοτύπου και μυστηριώδους αυτής τραπέζης.

Άλλοτε πάλιν εύρισκεν άλλας συντροφιάς εις τα ρεύμα την μεσημβρίαν, καθημένας παρά τον ρύακα επί της χειμερινής πόας, εις το λιτόν γεύμα των, εγγύς των μύρτων και των βαΐων, γευομένας ευαρέστως την λαδωμένην πλακόπιτταν, ην έψησαν την νύκτα επί πλακός εν τη εστία, και τας ευώδεις χαμάδας, ενώ παρέκει ο κόσσυφος κελαδών ετσιμπούσε τα κούμαρα. — Ακόμα τρώτε κορίτσια; Πάει ο ήλιος.