United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον το εσπέρας εξήλθε μετά κόπου κ' εκάθισεν έξω παρά την θύραν της καλύβας. Οι αμνοί της Λαμπρής, κάτασπροι ωσάν τα χιόνια εκ του πάχους, εκρέμαντο προ της θύρας των καλυβών καθ' όλα έτοιμοι διά το σουβλί.

Της είχε πέσει το βουλοκέρι, το δε χρώμα της είχε γείνει κατάμαυρον αλλά εξηκολούθει να υπερηφανεύηται διά τα προτερήματά της. — Να έν αυγόν σπασμένον, εφώναξε το άλλο παιδί. Ας την βάλωμεν μέσα! — Οι τοίχοι κάτασπροι και εγώ μέσα μαύρη. Αυτό μου έρχεται, είπεν η σακκορράφα. θα φαντάζω καλά μέσα εις το αυγόν! Εκεί διά μιας το παιδί πατεί το αυγόν, και κρακ το σπάνει!

Ο κυρ-Μιχάλης πάλιν κατέναντί του με το πλατύ και μακρόν πρόσωπόν του, ασκεπής, ανασκουμπωμένος, ως μάγειρος οπού ήτο, με την ποδιάν του ακόμη, ήκουεν αφηρημένος, ακίνητος, δέσμιος, θαρρείς, μαγνητισμένος, θαρρείς, ακολουθών άπνους Έκτωρ το αιθέριον άρμα του Καπετάνιου. Αι λαμπάδες και των δύο έκειντο εκεί, κάτασπροι, επί της επιταφίου εκείνης πλακός, ενώ τα ποτήρια συνεχώς επληρούντο.

Την τρίτη φορά δε γλυκογεράνιζε η νεροσυρμή. Δεν έπεφταν κάτασπροι οι αφροί, χιονάτοι σαν πρώτα. Εξέρναε αίμα η σπηλιά. Εροδοκοκίνιζαν βαμένοι στο αίμα οι αφροί. Έπεφταν ρόδινοι κ' έπεφταν φλωμάτοι. Κοντοζύγωσε με δίψα η αγελάδα να πιη. Είδε ματωμένον τον ίσκιο της στην νεροσυρμή. Ελαχτάρισε κ' έφυγε. Αντήχησε βαθύ το παραπονετικό μουκάνημά της στην ακροποταμιά τον κατήφορο.