United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από των τοίχων εκρέμαντο κατά τάξιν σάκκοι δερμάτινοι παλαιωμένοι, κατασκονισμένοι, όπερ εδείκνυεν ότι από πολλού ήσαν εν αχρηστία, κ' εξ αυτών προέκυπτον φυλλάριά τινα ακανθώδη, μαραμένα, ερυθρωπά, υποκίτρινα, άλλα λεπτά και στιλπνά, άλλα ταινιώδη, λογχοειδή, συλλογή όλων των ειδών του φυτικού βασιλείου.

Ο ποταμός με τον λευκοκίτρινον βυθόν του επάφλαζε τρέχων. Ιτέαι και φιλύραι εκρέμαντο επάνω από τα σπεύδοντα νερά του. O Ρούντυ εβάδισε όλο το μονοπάτι το προς την κατοικίαν του Μυλωθρού. — Αλλά όπως λέει το τραγούδι των παιδιών: &«Μα 'στο σπίτι πού κανείς! Μόνον βγαίν' η γάζα ευθύς!»&

Κ' έμεινα εκστατικός εκεί εις την θύραν μέχρι τέλους, ρίπτων ενίοτε τους οφθαλμούς μου και επί των χρυσοκεντήτων ποδιών, αίτινες με βαρείας χρυσάς φούντας εκρέμαντο υπό τας ολίγας αγίας εικόνας, ποδιών ουχί επί τούτω εξ αρχής κεντηθεισών, ως μοι εφάνη.

Εν τούτοις ο Βινίκιος ήτο βέβαιος ότι είχεν ανεύρει τον κοιτώνα της Λιγείας, διότι από ήλους καρφωμένους εις τον τοίχον εκρέμαντο τα ενδύματά της, και επί της κλίνης εκείτο η στηθοδεσμίς, ήτοι η στενή εσθής, την οποίαν αι γυναίκες φορούσιν εσωτερικώς. Ο Βινίκιος την ήρπασεν, επέθηκεν επ' αυτής τα χείλη του και ρίψας αυτήν επί του ώμου του εξηκολούθησε τας ερεύνας του.

Και δίπλα εις το Τριμόρφι εκρέμαντο από καρφίον συνημμένα, εις τεμάχιον λευκού πέπλου τυλιγμένα, τα δύο στέφανα, τα στέφανα του γάμου. Α! ήρχοντο, ναι, ακόμα αι αναμνήσεις του γάμου, αλλ' ήρχοντο απαίσιαι, και κατ' άλλην όψιν.

Μόνον το εσπέρας εξήλθε μετά κόπου κ' εκάθισεν έξω παρά την θύραν της καλύβας. Οι αμνοί της Λαμπρής, κάτασπροι ωσάν τα χιόνια εκ του πάχους, εκρέμαντο προ της θύρας των καλυβών καθ' όλα έτοιμοι διά το σουβλί.

Ακροαταί των λόγων Του ανά εκατοντάδας συνέρρεον περί Αυτόν, εξίσταντο επί τη διδαχή Του, και εκρέμαντο από των χειλέων Του· «εκρέμαντο απ' αυτών καθώς η μέλισσα από του άνθους, το βρέφος από του μαζού, ο νεοσσός από το ράμφος της κλώσσης.

Σηκώνεται, λαμβάνει το έν των ζυγών, εφ' ων καθέζονται οι ερέται, το ανορθοί, εβγάζει ένα σκαρμόν, τον προσδένει διά του τροπωτήρος σταυροειδώς επί του ζυγού. Κύπτει υπό την πρώραν, αναζητεί τα παλαιά ράκη του, ενδύει το διπλούν ξύλον με μίαν κάπαν, της οποίας τα μανίκια εκρέμαντο σπαρακτικώς περί τας δύο άκρας του σκαλμού.

Έφερε μικρόν φέσι μαύρον, μανδήλιον δε του αυτού χρώματος το έσφιγγε περί την κεφαλήν της, και εκατέρωθεν εκρέμαντο επί των κροτάφων δύο μικροί λευκοί βόστρυχοι. Επί των ώμων έφερε σάλι μαύρον, εν είδει παραχωρήσεως εις τους παρεισάκτους νέους συρμούς της Ευρώπης. Επί του όλου εφαίνετο ότι έβαλε τα καλά της διά να παρουσιασθή ενώπιον του ιατρού.

Καβούρια και χέλια μικρά θα ηδύνατο να ψαρεύση εκεί την ημέραν ευκαιρών άνθρωπος. Τα δένδρα έσμιγον εις τρυφεράς περιπτύξεις εκεί την νύκτα, και ο κισσός και το κλήμα ανερριχώντο εις τα ύψη των κλάδων, και καρποί μελαμβριθείς εκρέμαντο εις τα ακροκλώνια, διά να δίδεται τροφή εις όλα τα πτερωτά και τα όρνεα, τα επικαλούμενα το όνομα του Κυρίου.