United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά ποιον κυνηγούσεν ο παιδονόμος, ο Τσιτσούκας ο αγριάνθρωπος, με μίαν χονδρήν πλεκτήν μάστιγα, καραβίσιαν μάστιγα, μίαν σαλαμάστραν φοβεράν; Ποιον κυνηγούσεν εις τα βράχια του αγρίου εκείνου αιγιαλού; Κυνηγούσε πάντοτε τον Μανώλην της Αλτανούς ξεσκούφωτον, ξυπόλυτον, ξεμανίκωτον, ανασκουμπωμένον ως τα γόνατα, βουτηγμένον μέσα εις την θάλασσαν, μ' ένα φύλακα γεμάτον καβούρια αντί βιβλίων.

Από τα μικρά του χρόνια τίποτε άλλο δεν εζήλευσεν εις αυτόν τον κόσμον ο Μανώλης παρά την θάλασσαν. Παις ακόμη, παιδάριον δεκαετές, ξεσκούφωτον, ξυπόλυτον, ξεμανίκωτον, κρυφά-κρυφά, εξετρύπωνεν από την πορτίτσαν του κατωγίου, σαν κοτόπουλο, όταν η μητέρα του έλειπεν εις τον φούρνον, και ίσα εις την θάλασσαν, να παίξη εις το γιαλό τα ψωμάκια, να πιάση καβούρια, να καραβίση.

Αλλ' όπισθεν των καλαμώνων, επί της αντιπέραν όχθης, ήμισυ μίλιον μακράν, ήτο χωμένος από δύο ωρών αφανής, ο παιδικός φίλος σου ο Χριστοδουλής. Τι εζήτει εκεί; Κατά πάσαν πιθανότητα παρεμόνευε πότε θ' απεμακρύνοντο προς στιγμήν από της όχθης ο Παρρήσης και ο Λουκάς, διά να χωθή γοργά εις την λίμνην και κλέψη ο πονηρός κανένα έγχελυν ή κεφαλόπουλά τινα και ολίγα καβούρια.

Μ' οχτώ ποδάρια σκλεπωτά, που στο πλευρό βαδίζουν· Κι' αυτά τα τερατόμορφα Καβούρια ονοματίζουν· Η δυναταίς κοπίδες τους το μέρος που δαγκάσουν, Θενά το κόψουν άφευχτα· θελά το κομματιάσουν. 600 Νοραίς λοιπόν των Ποντικών ποδάρια τους λιανίζουν. Κι' οχ τ' αποδέλοιπο κορμί με πόνους τα χωρίζουν·. Χτυπάν μ' αγώνα οι Ποντικοί και με τα δυνατά τους· Δεν κατορθόνον τίποτες σ' εκείνους τ' άρματά τους.

Αγαπούσε πολύ να τρέχη, να χαζεύη και να μην υπακούη. Όταν δεν ευρίσκετο εις τους αιγιαλούς, κυνηγών καβούρια εις τα θαλάμια ή μικρά χταποδάκια εν καιρώ γαλήνης εις τα ρηχά, έτρεχεν εις τα Κοτρώνια, άνωθεν της συνοικίας, επί του βραχώδους λόφου, όπου ήτο κτισμένον, σιμά εις τον ναΐσκον του αγίου Νικολάου, υψηλά εν απόπτω, το σπιτάκι των. Εκυνηγούσε τας φωλεάς.

Ο κυρ Μόσχος είχεν ως συντροφιάν το τσιμπούκι του, το κομβολόγι του, το σκαλιστήρι του και την ανεψιάν του την Μοσχούλαν. Η παιδίσκη θα ήτον ως δύο έτη νεωτέρα εμού. Μικρή επήδα από βράχον εις βράχον, έτρεχεν από κολπίσκον εις κολπίσκον, κάτω εις τον αιγιαλόν, έβγαζε κοχύλια, κ' εκυνηγούσε τα καβούρια. Ήτον θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού.

Εις τον ναΐσκον της Κεχρεάς, παλαιόν διαλυμένον μονύδριον, προσηρτημένον ως μετόχιον εις το κοινόβιον του Ευαγγελισμού, σπανίως ήρχετο ιερεύς να λειτουργήση, και, εάν ήρχετο, οι εντός του ρεύματος διαιτώμενοι και ως ποταμαία καβούρια στραβοπατούντες, ο Αγάλλος, η Αφέντρα, και τα δύο τέκνα των, δυσκόλως θα έπαιρναν είδησιν ν' ανέλθωσι διά ν' ακούσωσι την λειτουργίαν.

Αφού επί πολύ εδίστασεν, ο μπάρμπα Κωνσταντός επροτίμησε τέλος το βορειανατολικόν μονοπάτι, και κατέβη ταχέως εις το ρεύμα του Χαιρημονά. Αλλ' εκεί δεν δύναται να βαδίση τις, εκτός αν είνε δωδεκαετής παις, και ψάχνει διά καβούρια, την ημέραν. Ο δε κυρ Κωνσταντός ήτο εξηκοντούτης, ήτο νυξ και δεν εζήτει καβούρια.

Ήτο λίμνη εκτεινομένη πλατεία εκείθεν του δάσους, της οποίας την ύπαρξιν ηγνόουν οι ναυαγοί. Είχεν ικανόν μέγεθος, και εις τον βούρκον της έβοσκον όχι ολίγοι εγχέλυες, κ' εφώλευον λοξοπατούντα καβούρια.

Καβούρια και χέλια μικρά θα ηδύνατο να ψαρεύση εκεί την ημέραν ευκαιρών άνθρωπος. Τα δένδρα έσμιγον εις τρυφεράς περιπτύξεις εκεί την νύκτα, και ο κισσός και το κλήμα ανερριχώντο εις τα ύψη των κλάδων, και καρποί μελαμβριθείς εκρέμαντο εις τα ακροκλώνια, διά να δίδεται τροφή εις όλα τα πτερωτά και τα όρνεα, τα επικαλούμενα το όνομα του Κυρίου.