Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Οι νέοι χωρίστηκαν βιαστικά μ' ένα ξεφωνητό γεμάτο από λύπη και οργή. Ο Δημητράκης τα σάστισε, σα να τον πιάσανε κλέφτη σε κάποιο πολυάκριβο καρπό. Κατακόκκινος έρριξε κάτω τα μάτια του κ' έκανε πως ψάχνει, πασπατεύοντας τις τσέπες του για να κρύψη τη ντροπή. Η Ελπίδα όμως συνήρθε γρήγορα κ' έβαλε τα γέλοια και τα ξεφωνητά, θέλοντας να χύση γύρωτριγύρω τη χαρά της.

Ως δυο ώρες όμως δρόμο από το Τουρκοχώρι του, καθώς κατέβαινε λόγγο βαθύ, απλώνει τη χέρα του ένας «Ζεϊμπέκης» κι αρπάζει το καπίστρι του αλόγου· του αντικρύζει πιστόλι άλλος, ψάχνει τα δισσάκκια του τρίτος, και σε λίγη ώρα μένει ο Τραντάφυλλος με τάλογο μονάχο και με το ρολόι του, που του τάφηκαν επειδής ένας τους έτυχε να τον καλογνωρίζη.

Καθισμένος, ακίνητος, ο Τριστάνος την παρατηρεί, και απάνω στο δένδρο ακούει το τρίξιμο του βέλους που τεντώνεται στην κόρδα του τόξου. Έρχεται, ευκίνητη μα και προσεχτική, όπως συνηθίζει πάντα. «Τι συμβαίνει λοιπόν, σκέπτεται. Γιατί απόψε δεν τρέχει ο Τριστάνος να με προϋπαντήση. Μην είδε τάχα κανέναΣτέκεται, ψάχνει με το βλέμμα τα μαύρα φυλλώματα.

Κι' οι Δαναοί όλη νύχτα με δάκρια και με στεναγμούς τον Πάτροκλο θρηνούσαν. 315 Και πρώτος του Πηλέα ο γιος το μοιρολόϊ αρχίζει, κι' έβαλε απάς στου βλάμη του τα νεκρωμένα στήθια τις αντροσφάχτρες χέρες του, και στέναζε βογγούσε, σαν το λιοντάρι που μικρά του πήρε ο κυνηγάρης κλεφτά απ' το δάσος το πυκνό, κι' αφτό σα φτάσει παίρνει 320 τρεχάτο γύρα τα λογγά βογγώντας, κι' όλο ψάχνει πώς νάβρει αχνάρια τ' αρπαχτή, τι άγρια το πιάνει λύσσα· έτσι βαριά στενάζοντας μοιρολογούσε κι' είπε «Αχ ξεστομούσα αφέλεφτο τη μέρα εκείνη λόγο, σαν γκάρδιωνα τον αρχηγό Μενοίτη στο πυργί μας 325 κι' είπα πως νικητή της Τριάς και φορτωμένο πλούτη πίσω θαν του τον πάω εγώ τον ξακουσμένο γιο του· μα αχ! ίσα πάντα τους σκοπούς δε μας τους βγάζει ο Δίας, τι είναι γραφτό να βάψουμε ένα κι' οι διο μας χώμα στα ξένα αλάργα, τι κι' εγώ δε θα γυρίσω πίσω 330 να με δεχτεί στον πύργο μας ο γέρος μου πατέρας κι' η δόλια μάννα, μον εδώ θα με σκεπάσει η πλάκα.

Είχε γίνει χλωμή σαν τη ζαφορά. — Θα σε γελάσω, παιδί μου; Δεν έχει σου λέω. — Βαριέσαι να ψάξης, Μαθιό. Τόσα γράμματα έχεις στα χέρια σον. Θα είνε μέσα και το δικό μας. Δε γίνεται... Ο Μαθιός έκανε πως ψάχνει τάχα. — Δεν ξέρω εγώ, παιδί μου, τι έχω; Να! ορίστε, όλα τα γράμματα. Δεν έχει, σου λέω. Σαν είχα σας έφερνα. Με το άλλο.

Όλοι κάτω από την κουβέρτα θα γυρίσουμε», είπε η γριά, και η Νατόλια έφυγε μ’ ένα βάρος στην καρδιά. Πράγμα παράξενο∙ ξαναπερνώντας εμπρός από το σπίτι των Πιντόρ είδε τον Έφις να ανηφορίζει στον έρημο δρόμο. Προχωρούσε σκυφτός κάτω από το βάρος του δισακιού, τόσο σκυφτός που έμοιαζε να ψάχνει κάτι καταγής. «Η γριά θα πεθάνει και γι’ αυτό βλέπει κιόλας», σκέφτηκε η Νατόλια.

Αφού επί πολύ εδίστασεν, ο μπάρμπα Κωνσταντός επροτίμησε τέλος το βορειανατολικόν μονοπάτι, και κατέβη ταχέως εις το ρεύμα του Χαιρημονά. Αλλ' εκεί δεν δύναται να βαδίση τις, εκτός αν είνε δωδεκαετής παις, και ψάχνει διά καβούρια, την ημέραν. Ο δε κυρ Κωνσταντός ήτο εξηκοντούτης, ήτο νυξ και δεν εζήτει καβούρια.

Θαρρεί κανείς πως ψάχνει να βρη τον τάφο του, για να κοιμηθή για πάντα, για πάντα. Είναι η νύστα του θανάτου. ΦΛΕΡΗΣΔεσποινίς Βέρα, για όνομα του Θεού! ΒΕΡΑΑλήθεια! Με συγχωρείτε. Δεν μπορώ ναφίσω την κακή αυτή συνήθεια να βλέπω τα πράματα. . . Και είναι τόσο μαγευτική βραδυά. Ας καθήσωμε εδώ. Όπου νάναι θάρθη και ο γιατρός. ΦΛΕΡΗΣΑνυπομονείτε νάρθη ο γιατρός; Πλήττετε μαζή μου;

Τότε τα ρούχα του έσχισεν απάνω απ' το τραπέζι, το μαντικό παιδί ευθύς, και με φωνή μεγάλη ρωτάει: ποιος εγύρευε να με σκοτώση εμένα; απάντησέ μου, γέροντα! η σκέψη ήταν 'δική σου και το ποτήρι έλαβα απ' το δικό σου χέρι. Παίρνει ευθύς το γέρικο το χέρι του και ψάχνει, και βρίσκει πεια στα φανερά τον γέρο για φονηά του.

Αν όχι, θα τον δήτε, μόλις λυθή, με το στόμα ανοικτό, με τη γλώσσα μια πήχυ έξω, να κυνηγάη, για να δαγκώση, ζώα και ανθρώπους». Τον λύνουν. Πηδάει στην πόρτα και τρέχει στο δωμάτιο όπου άλλοτε βρισκότανε ο Τριστάνος. Γαυγίζει, κλαίει, ψάχνει, επί τέλους βρίσκει τα ίχνη του κυρίου του. Διασχίζει βήμα προς βήμα το δρόμο που είχε ακολουθήσει ο Τριστάνος ως τον τόπο της φωτιάς.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν