Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Πού υπήγατε δύο φοραίς με τον πατέρα μου; Ο Λάκων εδίστασεν επί στιγμήν και είτα είπε·Δεν έλεγες τώρα ότι εγώ δεν λέγω πάντοτε την αλήθειαν; — Ναι. — Λοιπόν τότε τι μ' ερωτάς, αφού δεν ξεύρεις αν θα πω αλήθειαν; — Σωστά. — Και αν πρέπει να με πιστεύσης ή όχι; — Βέβαια. — Ώστε, αφού απ' αρχής με βγάζεις ψεύστην, τότε τι ειμπορώ να σου πω; — Έχεις δίκαιον.

Αλλ' ούτος υπό τοσαύτης κατελήφθη αδημονίας, ώστε απέθανε μετ' ολίγον προλαβών την οργήν του βασιλέως του. Ο φοβερός Χοσρόης δεν εδίστασεν όμως να τιμωρήση και το άψυχον πτώμα του στρατηγού διά της επονειδίστου ποινής της μαστιγώσεως. Ενώ ο αδελφός του Ηρακλείου Θεόδωρος ενίκα κατά κράτος τον ένα εκ των Περσικών στρατών, ο Ηράκλειος μετέβαινεν από του Πόντου εις την Κολχίδα.

Δουλεύω, απήντησε συστελλόμενος ο Μάχτος, αν και από της ημέρας καθ' ην απήγαγον την Αϊμάν δεν είχεν εγγίσει την σφύραν. — Και τι δουλειαίς κάμνεις; — Δουλειαίς της τέχνης μου, απήντησεν ο Μάχτος. — Κάμνεις ψιλή δουλειά; — Κάμνω βέβαια, απήντησεν φιλοτιμούμενος ο νεαρός Γύφτος. — Ειμπορείς· να μου φτιάσης ένα κλειδί, όπου μου έπεσε 'στόν δρόμο και το έχασα; Ο Μάχτος εδίστασεν.

Αφού επί πολύ εδίστασεν, ο μπάρμπα Κωνσταντός επροτίμησε τέλος το βορειανατολικόν μονοπάτι, και κατέβη ταχέως εις το ρεύμα του Χαιρημονά. Αλλ' εκεί δεν δύναται να βαδίση τις, εκτός αν είνε δωδεκαετής παις, και ψάχνει διά καβούρια, την ημέραν. Ο δε κυρ Κωνσταντός ήτο εξηκοντούτης, ήτο νυξ και δεν εζήτει καβούρια.

Τέλος ο Μάχτος, αφού εδίστασεν επί πολλήν έτι ώραν, εφάνη αίφνης ότι απεφάσισε, και ώρμησε προς τον κήπον με παράφορον βήμα. Διά της βεβιασμένης ταύτης σφοδρότητος ήθελεν, ως φαίνεται, να εμπνεύση θάρρος εις εαυτόν. Έφθασε λοιπόν εις τον κήπον. Αλλά της καρδίας του οι παλμοί επετάθησαν τόσον, και κατέστησαν τόσον βίαιοι, ώστε εκινδύνευσε να λιποθυμήση.

Δεν εδίστασεν επί πλέον. Ανήγειρε την μικράν κόρην, ετύλιξεν αυτήν με το ένδυμά του, και λαβών την πέτραν και την ράβδον του, ήρχισε να βαδίζη. Καθ' ην στιγμήν διήρχετο υπό την πλάτανον, την εγγυτέραν προς τον βράχον όθεν έπιπτεν ο καταρράκτης, είδε, βοηθεία ακτίνος τινος της σελήνης, στίλβον τι πράγμα κείμενον κατά γης. Έκυψε και το έλαβε.

Και διατί σε αγαπούσε τόσον; Μήπως ήτο συγγενής σου; — Δεν ειξεύρω. Με ωνόμαζε παιδί του, τον ωνόμαζα πατέρα μου. Και όμως... Η Αϊμά διεκόπη. — Τι έχεις πάλιν; είπεν η μοναχή. — Τίποτε, είπεν αναλαμβάνουσα η Αϊμά. Κόμβος γίνεται εις τα στήθη μου. — Κόμβος; Διατί; — Όταν έλθω διά να είπω αυτό, αρχίζω να τρέμω όλη. — Θάρρος, τέκνον... Η Αϊμά εδίστασεν επί μικρόν, και είπε·

Πριν συμπληρώση την πρώτην ευχήν, ο Φαναριώτης ενόησε καλά, κ' επεμβήκε. — Δεν είχομεν ανομβρίαν, δόξα τω Θεώ, φέτος, Παπά μου, έκαμε τόσες βροχές. Λάθος έκαμες. Ευρέ την ακολουθίαν του γάμου. Ο ιερεύς έστρεψεν ολίγα φύλλα του βιβλίου, εδίστασεν. έβηξε και πάλιν ήρχισε να μορμουρίζη με ταπεινοτέραν ακόμη φωνήν. Ανεγίνωσκεν αυτήν την φοράν την Ακολουθίαν εις ψυχορραγούντας.

Εδίστασεν, ήρχισε και πάλιν τον εντός του δωματίου περίπατον συλλογιζόμενος συγχρόνως και τον Λιάκον, και τους μαθητάς του, και τας δύο θυγατέρας του Κ. Μητροφάνους, και τον γυμνασιάρχην.

Ο Πύρρος της έδειξεν εικόνας του Φιλίππου, του Περδίκκα, του Αλεξάνδρου, του Κασσάνδρου και άλλων βασιλέων και την ηρώτησε προς ποίον εξ αυτών ωμοίαζεν είχε δε πλήρη πεποίθησιν ότι η γραία θα τον παρωμοίαζε προς τον Αλέξανδρον• αλλ' αυτή, αφού εδίστασεν επί πολύ, του είπεν: «Ομοιάζεις με τον Βατραχύονα τον μάγειρον»• διότι υπήρχεν εις την Λάρισαν κάποιος Βατραχύων μάγειρος, ομοιάζων προς τον Πύρρον.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν