United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαίνεται δε ότι εύρε πολύ το διαφέρον εις την ανάγνωσιν ταύτην, διότι καθ' όσον προυχώρει, το πρόσωπόν του, ερυθρόφαιον υπό την φλόγα της δαδός, εψυχούτο και εξέφραζεν από στιγμής εις στιγμήν παντοία συναισθήματα, από της ελαφράς περιεργείας μέχρι του βαθυτάτου διαφέροντος, και από της καρτερικής προσδοκίας, μέχρι της ελπίδος και του φόβου, του οίκτου και του ενθουσιασμού.

Αι δυνάμεις δε του νέου ενέδιδον εις τούτο, αλλ' όμως δεν ήθελε να τον αφήση. Ότε ανηγέρθη ο Βούγκος, εύρε τους δύο παλαίοντας ακριβώς παρά την θύραν. — Τι είνε, Μάχτο; Τι έχεις, πατέρα; τι επάθετε; Και ερρίφθη να τους χωρίση. Ο Μάχτος δεν ηδύνατο επί πλέον ν' αντιστή. Άλλως δε ορμεμφύτως ενόησεν ότι ο κίνδυνος ήτο αλλαχού του λοιπού, και αφήσας τον πατέρα του, ώρμησε και εξεπήδησε της θύρας.

Και όμως δεν λέγω τίποτε. Διότι συ βεβαίως, νομίζω, ευκόλως θα το εύρης, εάν μείνης μόνος σου. Αλλά δι' όνομα των θεών εμπρός εις εμέ ευρέ το, και αν αγαπάς καθώς τόρα ερεύνα αυτό μαζί μου. Και αν μεν το εύρωμεν θα είναι πολύ καλά. Ειδεμή, τότε, νομίζω, θα υποταχθώ εις την μοίραν μου, και συ θα απομακρυνθής και θα το εύρης ευκόλως.

Ούτε έδωκε ποτέ χρησμόν εις Αμαστριανόν• και όταν ποτέ ετόλμησε να προφητεύση προς τον αδελφόν ενός Συγκλητικού, έγεινε καταγέλαστος, διότι ούτε ο ίδιος ηδυνήθη να κατασκευάση χρησμόν κατάλληλον και πιθανόν, ούτε άλλον εύρε να τον βοηθήση προς τούτο και εγκαίρως.

Εις Ναύπλιον εύρε και τον Οδυσσέα, και επειδή ουδ' εκείνος δεν έχαιρε την υπόληψιν του κοινού και της Κυβερνήσεως, συνενώθησαν στενώς μεταξύ των διά να βοηθώνται αμοιβαίως εις πάσαν περίστασιν.

Εζήτησε να βάλη μισθωτόν καπετάνιο στη γολέτα και δεν εύρε κανένα. Όταν είδε πως παίρνει βοηθητικός καιρός και αποφάσισε να φύγη ευρέθηκε Τρίτη και ανάβαλε. Κινάει την Τετράδη να κατεβή στο γιαλό και πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν μια γίδα. Τι να κάμη; Γυρίζει πίσω.

Κατ' αρχάς η νέα υπετάχθη και ήτο έτοιμος να ενδώση εις πάσαν απαίτησιν, αλλ' είτα δι' αντιδράσεως εξηγέρθη εν αυτή το αίσθημα της αμύνης, και ανέλαβεν ισχύν οίαν δεν είχε συνήθως. Η ηγουμένη επέμενεν, ως είπομεν, να μάθη ποίον ήτο το θέμα της συνομιλίας της με την Σιξτίναν. Αλλά χωρίς να προσδοκά τούτο, εύρε την νέαν αναλαβούσαν αρρενωπόν τι ενώπιον αυτής.

Εις ταύτην την ζήτησιν εύρε μεγαλυτέραν δυσκολίαν ο Σχαζηνάν να ευχαριστήση την περιέργειαν του αδελφού του. Αλλ' ο Αϊδήν τόσον τον εβίασε, που τον υπεχρέωσε και να υπακούση.

Έχει λοιπόν συμφέρον να κρύπτεται, . . αλλά ποίον συμφέρον ; . . Και εξηκολούθει βυθιζομένη εις τας σκέψεις της, και εις το βάθος αυτών ενόμισεν ότι εύρε τέλος μέσον πρόσφορον και την ιδίαν αυτής περιέργειαν να θεραπεύση, και της απαγορεύσεως του νυκτερινού της φίλου να μη φωραθή παραβάτις.

Σκιάζεται για να της τον 'πή· σκιάζεται, και δεν ξέρει Πως φαρμακώνει την καρδιά ο πόνος ο κρυμμένος! ... Μια μέρα την εκύτταξε που εμάζευε λουλούδια, Κ' εστόλιζε τα στήθηα της και τα μαλλιά της γύρω· Κι' όταν αυτή ξεμάκρυνε και πήγε 'ςτο χωριό της, Ο Ήλιος επερπάτησεν όλον αυτόν τον τόπο. Κι' όσα λουλούδια εύρε μπροστά κι' όσα καλά βοτάνια, Τα ράντισε με δάκρυα του και με θερμά φιλιά του.