United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σωκράτης Το παραδέχομαι, εάν βεβαίως οι προστρέχοντες πέριξ αυτής λόγοι παρέχουν την μαρτυρίαν, ότι η ρητορική είναι μία τέχνη· διότι, καθώς μου φαίνεται, ακούω μερικούς λόγους προσερχομένους να διαμαρτύρωνται ότι η ρητορική ψεύδεται και δεν είναι τέχνη, αλλ' άτεχνος μηχανική άσκησις· «δεν υπάρχει δε ούτε θα υπάρξη ποτέ, λέγει ο Λάκων , αληθής τέχνη του λέγειν χωρίς να είναι κάτοχος της αληθείας».

ΠΟΛ. Δεν είνε δύσκολον να 'πω και αυτά εις τους ωραίους και ισχυρούς. ΔΙΟΓ. Και εις τους πτωχούς, ω Λάκων, — διότι πολλοί μεταξύ αυτών είνε οι λυπούμενοι διά την τύχην των και καταρώμενοι την πενίανλέγε να μη κλαίουν, ούτε να οδύρωνται και να διηγηθής την ισοτιμίαν η οποία επικρατεί εδώ και ότι εδώ θα ίδουν τους εκεί πλουσίους κατ' ουδέν καλλιτέρους από αυτούς.

Τούτο ο Βούγκος το ενόμιζεν αδύνατον. Αλλ' όμως εσίγησε. Είχον απέλθει εις εκδρομήν. Ουδείς μάρτυς αυτήκοος υπήρχεν, ίνα μαρτυρήση τι είχε συμβή μεταξύ των δύο. Εικάζεται όμως ότι ο Λάκων εύρε τα ισχυρότατα των επιχειρημάτων αυτού, όπως πείση τον γέροντα σιδηρουργόν ν' απέλθωσιν εις επίσκεψιν παρά τω Μάγω.

Πού υπήγατε δύο φοραίς με τον πατέρα μου; Ο Λάκων εδίστασεν επί στιγμήν και είτα είπε·Δεν έλεγες τώρα ότι εγώ δεν λέγω πάντοτε την αλήθειαν; — Ναι. — Λοιπόν τότε τι μ' ερωτάς, αφού δεν ξεύρεις αν θα πω αλήθειαν; — Σωστά. — Και αν πρέπει να με πιστεύσης ή όχι; — Βέβαια. — Ώστε, αφού απ' αρχής με βγάζεις ψεύστην, τότε τι ειμπορώ να σου πω; — Έχεις δίκαιον.

Τωόντι ο Λάκων Μελέας φθάνει, και ο Θηβαίος Ερμαιώνδας, οι οποίοι απεστάλησαν μεν προ της αποστασίας, αλλά μη δυνηθέντες να προλάβουν τους Αθηναίους κρυφίως μετά την μάχην ύστερον εισήλθον εις τον λιμένα διά πολεμικού πλοίου και συνεβούλευσαν να πέμψουν εις την Λακεδαίμονα και άλλους πρεσβευτάς μαζί με αυτούς επί άλλου πολεμικού πλοίου· τούτο δε και εγένετο.

Ιδών αυτόν ο σιδηρουργός ότι εθαύμαζε, διέκοψε την εργασίαν του και τω είπε· «Πόσον θα εξεπλήττεσο, ω ξένε Λάκων, εάν έβλεπες εκείνο το οποίον είδον εγώ, αφού τώρα η τέχνη του σφυρηλατείν τον σίδηρον σοι προξενεί τόσον θαυμασμόν; Ήθελα να κατασκευάσω φρέαρ εις την αυλήν ταύτην· κατεγινόμην δε να σκάπτω, ότε το εργαλείον μου εκτύπησεν εις φέρετρον μακρόν επτά πήχεων.

Οι υπηρέται του ιπποδρόμου κατεμωλώπιζον τους δυστυχείς διά μαστιγώσεων αναγκάζοντες αυτούς να αποθέσωσι τους σταυρούς των προ των ήδη ανοιγμένων λάκων και να ίστανται παραπλεύρως αυτών. Όσοι κατά την πρώτην ημέραν των αγώνων δεν είχον προφθάσει να ριφθώσιν εις τους κύνας και τα θηρία, επρόκειτο να θανατωθώσιν.

Εκείνος λοιπόν ο οποίος έθεσε το όνομα &νεόεσιν& μας λέγει ότι αυτό ζητεί η ψυχή. Αυτό όμως το όνομα είναι ολίγον σκοτεινόν και ξενικόν. Και πρέπει να ενθυμηθή κανείς τους ποιητάς, οι οποίοι λέγουν συχνά &εσύθη&, περί εκείνου ο οποίος αρχίζει να προχωρή ταχέως. Ένας Λάκων μάλιστα από τους γνωστοτέρους έφερε το όνομα &Σους&, και τούτο εις την γλώσσαν των Λακεδαιμονίων σημαίνει την ταχείαν κίνησιν.

Ήλθε δε εις την Ρόδον Λάκων τις, ο Ξενοφαντίδας, σταλείς υπό του Πεδαρίτου και ανήγγειλεν ότι τα τείχη των Αθηναίων είχαν συντελεσθή και ότι αι εν Χίω υποθέσεις των Πελοποννησίων εκινδύνευαν να καταστραφούν, εάν δεν έσπευδαν εις βοήθειαν μεθ' όλου του στόλου.

Τώρα ο Θεόδωρος φθάνει. Ιδού ακούω τα βήματα. Τω όντι δε βήματα ηκούσθησαν και τρεις άνδρες ενεφανίσθησαν αίφνης. Οι δύο ήσαν χωρικοί εκ των πέριξ μερών, και έφερον ξίφη και τόξα. Ο τρίτος ήτο ο γνωστός ημίν Λάκων, ον ο άρχων ωνόμαζε Θεόδωρον. — Ήλθες, Θεόδωρε! είπεν ο άρχων άμα ιδών αυτόν. — Ιδού εγώ, αυθέντα, απήντησεν ο Θεόδωρος. — Και ποίας ειδήσεις μοι κομίζεις; — Παντού ησυχία, άρχων μου.