United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και τότε ο Έχτορας, του γέρου ο γιος Πριάμου, πήρε στο χέρι το ραβδί και τούκανε τον όρκο «Στ' όνομα αμώνω του Διός που μας ακούει και βλέπει, κανείς μας τ' άτια που ζητάς δε θ' ανεβεί, σ' το τάζω, 330 Μον πάντα θάναι στολισμός δικός σου και καμάριΈτσι είπε κι' είπε ψέφτορκα, μα εκείνος πήρε αέρα.

Και σαν τον είδε ο Έχτορας, του λέει πικρά διο λόγια 325 «Ντροπής, καημένε, αφτοί οι θυμοί που στην καρδιά σού μπήκαν! Λιώνει ο λαός που σφάζεται μπροστά στο καστροπόρτι, και για τα σένα οι σκοτωμοί, ο πόλεμος για σένα είναι αναμένος στ' αψηλό καστρότειχο τριγύρω. Έπρεπε εσύ να μάχεσαι και μ' άλλους, όθε βλέπεις 330 π' αναμελάν τον πόλεμο.

Κι' αφτός στην Κύπρη χοίμηξε με τ' άσπλαχνο κοντάρι, 330 γιατί την ήξερε άτολμη κι' όχι θεά από κείνες που στρατηγέβουν στων αντρών τους φονικούς πολέμους, μήτε ρημάχτρα Σκοτωσού μήτε Αθηνά μ' ασπίδα.

Τότε όπως διο θεριά άξαφνα σε μάβρης νύχτας πίσσα πλακώνουν κι' άπειρο σκορπούν προβάτινο κοπάδι η μουγκροβόδικο σωρό ενώ ο τσοπάνης λείπει· 325 έτσι άναντρα έφυγαν κι' αφτοί, γιατί τρομάρα ο Φοίβος τους έβαλε μες στην καρδιά και δόξαζε τους Τρώες. Κι' έσφαξε τότε ο Έχτορας το Στίχη κι' Αρκεσίλα, 329 τον ένα των χαλκόφραχτων πρωτάρχο Βοιωτώνε, 330 τον άλλο τ' άξιου Μηκιστιά συντρόφι μπιστεμένο.

Βέβιος τότε να τον πιάκη, Σιγανά, αλαφρά αρχινάει, 330 Στο γιαλί να ιδή, να φτάκη, Το κεφάλι να κρεμάη. Ένα αυτί πρωτοματιάζει, Κι' άλλο δεύτερο δοκέται· Και τα νύχια του συντάζει· 335 Δέξια ζέρβια του κινιέται· Εις αυτό, το ζύγι χάνει, Ξαγλιστράει παραπατόντας Το σκοπό δεν αποκάνει, Και στον πάτο πάει βαρόντας. 340

Δώδεκα ως τώρα κούρσεψα με τα καράβια χώρες· πεζός, ως έντεκα θαρρώ στης Τριάς τους κάμπους γύρω· κι' απ' όλες πήρα 'να σωρό πολύτιμα μ' αξία, 330 και πάγαινα του βασιλιά και τάδινα Αγαμέμνου. Κι' εκείνος, πίσω μένοντας μες στο καραβοστάσι, τάπαιρνε, λίγα μοίραζε, πολλά κρατούσε ο ίδιος, και τ' άλλα τάδινε πρεσβιά στων Αχαιών τους πρώτους.

Και κάτου πια σαν έφτασαν ως στην αρχή του κάμπου, τότες αφτοίοι γαμπροί κι' οι γιοίγυρίζουν πόδα πίσω, 330 μέσα να παν.

Και σαν άρχισε να φαίνεται η πόλη καθώς δηγούνται πως την ονειρεύτηκε τον καιρό που τηνέ χάραζε ο Κωσταντίνος, από γριά δηλαδή μεταμορφωμένη σε πεντάμορφη παρθένα, γιορτάστηκαν τα γεννητούρια της με βασιλική λαμπρότητα τις 11 του Μάη 330. Αφού άγιασαν τα παλάτια οι Αρχιερέοι, έσυραν και λειτουργήσανε στην Αγιά Σοφιά, κι αφιέρωσαν την πόλη στην Παναγιά.

Κι ήβραν αφτόν που κάθουνταν κοντά σ' ένα καλύβι και πλοίο του, ουδέ χάρηκε μπροστά του σαν τους είδε. 330 Μα εκείνοι ομπρός στον αρχηγό με δείλια και με σέβας σταθήκανε, ουδέ τούκραιναν κι' ουδέ τον χαιρετούσαν. Μα αφτός στο νου του τόνιωσε γιατί ήρθαν και τους είπε «Καλό στους κράχτες, των θεών κι' αντρών μαντατοφόρους!

Γιατί όπιος τάχατε έχοντας καλά άλογα κι' αμάξια θαρρέβει, και συχνά άσκοπα ζερβά δεξά αλαργέβει, 320 σαστίζουν τότες τ' άλογα και βασταγμό δεν έχουν· μα πες τραβάς πιο οκνά άλογα, μα τη δουλιά κατέχεις, πάντα στην άκρη ίσα τηράς, ως που να φτάσει η ώρα να δώκεις δρόμο και κοντά να στρίψεις δίχως λάθος. 324 Ξάστερη η άκρη, θα σ' την πω και δε γελιέσαι, μα άκου. 326 Όξω απ' το χώρα ως μιαν οργιά στέκει ξερό 'να ξύλο, πέφκο ή οξά π' από βροχή σαπίλα δε γνωρίζουν· ζερβόδεξα το συγκρατούν διο πέτρες ασπρισμένες στο σταυροδρόμι, κι' ομαλό πάει γύρω αμαξοστράτι· 330 καν σύνορο τις έστησαν καν μνήμα οι πριν αθρώποι.