United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σα γυρίζουν πάλι στα σπίτια τους και κρεμάζουν τα καπέλλα τους στο καρφί, ας στεφανώνουνται σα γαμπροί, κι ας &πλαγιάζουνε& στα συμπόσιά τους, μ' αυλητρίδες και με χορεύτρες αντίκρυ τους. Πες τους να μη λησμονούνε να στέλνουνε και κανένα πινάκι φαεί της «Θεού».

Έλεγε πως τη γελούνε. «Βρε παιδί μου, κάθεσαι και χάνεσαι για έναν άνθρωπο που σε παράτησε και πήγε και παντρεύτηκε στα ξένα; Δεν ήταν άνθρωπος για σένα. Γαμπροί άλλο τίποτε. Θα βρης άλλον καλύτερο, όπως σου αξίζει». Αυτή τίποτε. «Ο Γιαννιός μου πνίγηκε. Τον πήρε η θάλασσα απ' την κουβέρτα. Τα κοκκαλάκια του στην αμμουδιά τα δέρνει η θάλασσα. Θα πάω να τονέ βρω». Σημαδιακά λόγια.

Και κάτου πια σαν έφτασαν ως στην αρχή του κάμπου, τότες αφτοίοι γαμπροί κι' οι γιοίγυρίζουν πόδα πίσω, 330 μέσα να παν.

Κ' έτσι από φόβο μη δεν κρατήση τη φρονιμάδα του, δεν άφινε τη Χλόη να γυμνύνεται πολύ, ως που απορούσεν η Χλόη, μα ντρεπότανε να ρωτήση την αφορμή. Το καλοκαίρι αυτό πολλοί γαμπροί ετριγύριζαν στη Χλόη και πολλοί από άλλα μέρη πηγαίνανε στο Δρύαντα ζητώντάς τη για γάμο· κι άλλοι χαρίσματα έφερναν κι άλλοι έταζαν μεγάλα.

Οι πολλοί γαμπροί, έλεγε, κάνουν καμμιά φορά τη νύφη και γεράζη στο σπίτι του πατέρα της. — Μα είνε ατιμία! φώναξε αγριεύοντας ο Αριστόδημος. — Ατιμίαξατιμία, τι να κάνουμε ; — Τι να κάνουμε; Τώρα θα σου δείξω γω τι θα κάμω. Έτρεξε μέσα, πήρε το καπέλλο του και το ραβδί του κ' ετοιμάστηκε να κατεβή τη σκάλα. — Πού πάς; τον ρώτησε ο Δημητράκης, πιάνοντάς τον απ' το χέρι αλαφρά.

Κουνούσε η γριά το μαγουληκωμένο κεφάλι της σα ν' αγνάντευε μεγάλες συφορές ομπροστά της. Δεν ξεστόμισε τίποτις όμως, παρά τούβαλε του Δημήτρη να φάη. Νίφτηκε ο Δημήτρης, και κάθισε κ' έφαγε. — Εγώ θα πάω τώρα στου Γιάννη, λέει η γριά. Είνε λέει απαρηγόρητος ο βαριόμοιρος. Και βράζουν λέει οι γαμπροί του από καράζι.

Και τι καλό είδαν, ευλογημένη, κι' αυτές που παντρευτήκανε; Πίκρες και βάσανα. Το κάτω-κάτω της γραφής, πού να τον βρούμε το γαμπρό; Να ξύσωμε τον τοίχο να τον φκιάξωμε; Εδώ είνε κοπέλλες σαν το κρύο νερό, που δε γυρίζει κανένας να τις γυρέψη. Οι γαμπροί σήμερα θέλουνε χιλιάδες, πολλές χιλιάδες... — Τάζει ο κόσμος, παπά μου. — Και σαν τάξωμε, πού θα βρούμε ύστερα να τις μετρήσωμε;

Οι γαμπροί εδώ οι ξύλινοι, μια δραχμή ο ένας, η νύμφες αυταίς ένα δίδραχμο. Τα κουκλάκια τριάντα λεπτά! — Καλά, μπάρμα-Σταυρή, καλά, είπεν ο Σπύρος, σείων θλιβερώς την κεφαλήν του, φθάνει, μη κουράζεσαι.

Αι, καιρός είνε, γιόκα μου, εσένα, σου το λέγω που είσαι κι ο πιο γνωστικός μου, να της βρούμε γαμπρό που να της αξίζη. Κωστ. Αυτή τη δουλειά να την αφήσης απάνω μου. Εγώ θα τη βγάλω πέρα. Οι γαμπροί δεν γίνουνται άψε σβύσε. Χρειάζεται υπομονή το κυνήγι τους. Εγώ θα τονε βρω το γαμπρό κ' έννοια σου. Και του λόγου σου πια κοίταζε τα συγύρια της. Δέσπω.

Γι' αυτό βλέπουμε τις «Αρσακειάδες» και τις «Ζαππίδες», καθώς τις λένε, να περπατούν τόσο περήφανες στο δρόμο, και να έχουν τόσες απαιτήσεις για γαμπρούς αντάξιους της καθαρεύουσας, που αυτές πια την έχουν ξεσκολισμένη. Γι' αυτό βλέπουμε και τους νέους υφηγητές του πανεπιστημίου να κοκορεύονται τόσο και να περνούν για τέλειοι γαμπροί, που μόνο η προίκα τους λείπει.