United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μένοντάς με αυτόν τον τρόπον βεβαιωμένη η Φαρουχνάζ, ανεχώρησεν εις το παλάτι της πολλά ευχαριστημένη με απόφασιν που να μην υπανδρευθή ποτέ. Ολίγας ημέρας υστερότερον έφθασαν, καθώς άνωθεν είπαμεν οι πρέσβεις από πολλούς βασιλείς εις τον βασιλέα της Κασμυρίας· ζητώντας καθένας την θυγατέρα του εις γυναίκα των αφεντάδων τους.

Ντιπ! ντιπ! . .. εψιθύρισε κι ο Αλαμάνος αργά, ζητώντας να εύρη τη ρίζα και τη σημασία της. — Ναι... με συγχωρείτε· εψιθύρισε σαστισμένος ο Αριστόδημος· είνε λέξη βάρβαρη· ξέρετε ... άμα κανείς θυμώση δε φροντίζει για τη γλώσσα του. Έπειτα γύρισε στον αδερφό του και του είπε με παράπονο·Βλέπεις τι μούκαμες μπροστά στους ξένους; Μέφερες σε θέση να μεταχειριστώ λέξη πρόστυχη.

Βλέποντάς με αυτός έτσι θυμωμένην, έρχεται και πίπτει εις τους πόδας μου ζητώντάς μου συμπάθειαν διά το σφάλμα του ομνύοντάς μου πως εις το εξής να μη μου κάμη κανένα παραμικρόν άδικον και επιβουλήν και με αυτά και άλλα γλυκά λόγια με εκατάπεισε διά να τον συμπαθήσω, και να ξαναγαπηθούμεν και διά σημείον της ειρήνης μας με υποχρέωσε να πίω με αυτόν· και τόσον έκαμε που με εμέθυσε.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ-μόνος Μωρέ! τι πράματα είν' αυτά!. . . είνε σχεδόν ημέρα, κι' ακόμα η γυναίκα μου δεν φαίνετ' εδώ πέρα. Πώς γλίστρησε; ... τι εστάθηκε;... πού πήγε και μου χάθηκε;... Εκεί που εκοιμώμουνα, μου έρχεται να χέσω• ζητώντας της αρβύλες μου στα πόδια μου να δέσω και το χιτώνα για να βγω, στο σκότος ψηλαφούσα εδώ κ' εκεί, μα πουθενά να ταύρω δεν μπορούσα.

Γύριζαν τις φυλακές του Λονδίνου ζητώντας καλλιτεχνικές εντυπώσεις και στο Newgate πήρε το μάτι τους ξαφνικά τον Wainewright. Τους αντίκρυσε με μια προκλητική ματιά, καθώς μας λέει ο Forster, και ο Macready «τρόμαξε μόλις αναγνώρισε εκείνον που του ήταν τόσο στενός γνώριμος σε περασμένα χρόνια και που είχε καθήσει πολλές φορές στο τραπέζι του».

Και μια ημέρα καθώς επεριπατούσε ζητώντάς τον απόστασε, και εκάθηοεν εις μίαν πέτραν απέναντι του σαραγιού του Καλίφη.

Είχα καταντήσει σαν τον Άγιο Ηλιά που επήρε στον ώμο το κουπί και ανέβη τα βουνά, ζητώντας κατοικία εκεί που οι άνθρωποι δεν ήξεραν ούτε τ' όνομά του. Ούτε να την ιδή ούτε να την ακούση πλέον ήθελε. Παρόμοια κ' εγώ. Ούτε τ' όνομά της ούτε το χρώμα της. Τα κάλλη της δεν είχαν πλέον για μένα μυστικά· τα μάγια ελύθηκαν. — Σύμφωνοι· του είπα· έχεις το λόγο μου.

Τότε στο βυζανιάρικο ταδάκρυτο το βρέφος τυλίχτηκαν ολόγυρα σφικτά-σφικτά τα φίδια, και πάλι ξετυλίχτηκαν ζητώντας να ξεφύγουν απ' των χεριών το σφίξιμο που τόσο τους πονούσε.

Και κάθε νύχτα, τέτοια ώρα, έρχεται πάντα στον βλάμη του με το γιαταγάνι γυμνό στο δασοτριχωμένο χέρι, με ραντίδες αιμάτου νωπού στο μαύρο πρόσωπο και την σκούφια του απλώνει ζητώντας μερίδιο λαφύρων, όπως έκανε και ζωντανός. Και ο άτρομος καπετάνιος νευρικός, ανήσυχος ψηλαφά τα γένεια, τινάζει τον καπνό του τσιμπουκιού σύγνεφο εμπρός, ελπίζοντας να κρύψη το ενοχλητικό φάντασμα.

Είπε, μα δεν απάντησε ο Έχτορας μια λέξη, Μον πέρασε σαν αστραπή, ζητώντας να χτυπήσει 690 γλήγορα πίσω τους οχτρούς και ναν τους δεκατίσει.