United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι σαν τον είδε πούφεβγε οχ το νερό με πόδι 49 κατάκοπο απ' την κούραση, σηκώνει το κοντάρι 52 67 ναν τον καρφώσει, μα ο Λυκάς πριν σκύβει και σκυμένος 68 τρέχει κι' εφτύς τα γόνατα του πιάνει, κι' ίσα τ' όπλο περνά απ' τη ράχη απάνωθες και μπήγεται τρεχάτο στο χώμα, σάρκα ανθρωπίνη ζητώντας να δαγκάσει. 70

Πού ο γέρος του πατέρας στη μάχη δεν τον άφινε να βγει, τι στερνοπαίδι τον είχε ακριβογέννητο και πιο τον αγαπούσε· 410 μα τότε αφτός απ' αμιαλιάζητώντας γοργοσύνη να δείξει, τι στο τρέξιμο κάθε άλλο νιο νικούσεπιλάλαε με τους μπροστινούς ως που τον ήβρε ο χάρος.

Οι Αιτωλοί είχαν πόλεμο κι' οι άφοβοι Κουρήτες γύρω στη χώρα Κάλυδο, και σφάζουνταν με πάθος, 530 τ' όμορφο κάστρο οι Αιτωλοί ζητώντας να γλυτώσουν, κι' οι άλλοι τους με το σπαθί διψούσαν ναν το πάρουν.

Μα η Χλόη, επειδή τότε πρώτη φορά άκουσεν αυτό που λεν αντίλαλο, πότε έβλεπε κατά τη θάλασσα, ενώ οι ναύτες ετραγουδούσανε με το πρόσταγμα, πότε εγύριζε κατά το φαράγγι, ζητώντας εκείνους που αποκρίνονταν.

Αλλά η Ιζόλδη δεν τους επίστευε. Και σαν άλλη στρατισμένη, πότε καταριώτανε τους φονηάδες και πότε τον ίδιο τον εαυτό της. Κράτησε τον ένα σκλάβο κοντά της, ενώ ο άλλος έτρεξε στο δένδρο που ήτανε δεμένη η Βραγγίνα. — Ωραία, ο Θεός σε λυπήθηκε και να που η κυρία σου σε ξαναφωνάζει». Όταν παρουσιάστηκε μπροστά στην Ιζόλδη, η Βραγγίνα γοτάτισε, ζητώντας να της συγχωρήση τ' άδικά της.

Σαν ταποφάσισε και πήγε στης ταλαίπωρης μάννας του, γύριζε πίσω με τους παραγυιούς του ο γέρος που ολονυχτίς έτρεχε ζητώντας τον. Βρήκε ο Ηλίας μια πρόφαση, μισή αλήθεια μισή ψέμα, και πέρασε. Μα η μάννα δε σύχαζε. Ρωτούσε και πάλι ρωτούσε, πού είταν όλη τη νύχτα. — Πήγα ν' ανταμώσω την ομορφώτερη του χωριού, και την πλουσιώτερη. Περίμενα, περίμενα, και δεν ήρθε.

Δυστυχούσε; τα παρακάλειε και τους πρόσπεφτε ζητώντας βοήθεια. Παρακείθε δεν πήγαινε η ψυχή του. Το φυσικό του, το σκαρί του δεν είτανε, καθώς λένε σήμερα, πουριτανικό· κι απόδειξη, που δεν έπιασε ρίζα μήτε καν των εικονομάχων το μεγάλο το κίνημα.

Και τον καιρόν που ήμουν δοσμένος εις αυτά τα σπουδαστήρια, έρχεται ένας Αμπασατόρος από τον Κουτμπεδίν βασιλέα της Κασγάρ ζητώντας του βασιλέως μου διά να με στείλη εμένα και τον Φατζέλ, άλλον φιλόσοφον, προς αυτόν επειδή επιθυμούσε διά να μας ιδή, με το να ήτον και εκείνος ο βασιλεύς σοφός, και πολλά γραμματισμένος.

Εμίσευσα ευθύς από το Μπαγδάτι, και ήλθα εις την Μπάσρα, επήγα ζητώντας διά αυτόν τον γέροντα και ερωτώντας τον δι' αυτήν την υπόθεσιν, μου είπεν, ότι ακουστά έχω πως αυτό το βασίλειον θα ευρίσκεται εις ένα νησί μέσα εις τες Ινδίες τες βαθειές, μα δεν ημπορώ να σε βεβαιώσω, ανίσως και είνε αλήθεια ή όχι.

Έτσ' είπε· κ' έτρεξ' κ' έβαλε το δίκουπο ποτήριτο χέρι της αγαπητής μητέρας, και την λέγει· Υπόφερε, μητέρα μου, και βάστα λυπημένη· Μη σε ιδώ, σ' αγαπώ, 'ς τα μάτια μου δαρμένη. Και δεν 'μπορώ, κι' αν λυπηθώ να χρησιμεύσω τότε. Βαρ' είναι τον Ολύμπιον να τον αντιφερθούμεν. Ότι ζητώντας κι' άλλοτε διά να σ' απαντήσω, Μ' έρριξ' απ' το θεϊκόν κατόφλοιον απ' το πόδι.