United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και 'ςτά λουμάκια οι ζιζικάδες εσυγκρατούσαν τ' ατέλειωτο και μονότονο τραγούδι τους. Τα πουλάκια της ερημιάς δεν ακουγόταν. Πετούσαν από κλαρί σε κλαρί με ξανοιγμένα τα στόματα από την κάψα, ζητώντας δροσιά, βουβά κι άλαλα, με την αγωνία ζωγραφισμένη 'στά μικρά ζωηρά ματάκια τους. Η γαλατσίδα, η σχοιναριά και το χαμοκέρασο ανάδιναν βαριά σύσμιχτη μυρουδιά, θερμασμέν' από την αχτίδα.

Η ελπίδα να φύγει αυτός γρήγορα για το Νούορο την έκανε καλή και υπομονετική. Έστρωσε το τραπέζι στην τραπεζαρία που ήταν δίπλα, εγκαταλειμμένη και υγρή σαν καντίνα, και άρχισε να τον σερβίρει ζητώντας συγνώμη που δεν μπορούσε να του προσφέρει τίποτα άλλο. «Σ’ αυτό το χωριό πρέπει να ικανοποιείται κανείς με ό, τι βρίσκει…..»

Δε φανέρωνεν όμως ακόμη τον έρωτά του, ζητώντας ευκαιρία γι' αυτό.

Εκείνος πέφτει στα γόνατα σφίγγοντας την κοιλιά του από τον πόνο. Άξαφνα όμως πηδά στα νύχια, σηκώνει το καμάκι και χύνεται ξιφιός απάνω του. — Ή μ' αφίνεις το μελάτι ή σου έφαγα την καρδιά! — Α! όχι· εδώ σφαζώμαστε. Και τραβά ο Ραφαλιάς τον φοβερό λάζο από τη ζώνη του. Τσιμπάει σύγκαιρα το σχοινί δυο φορές ζητώντας αέρα.

Αυτός έκλινεν εις την ζήτησίν μου. Και ούτως επήρα τον Σαέδ και δύο σκλάβους πιστούς μου, και εμίσευσα από την Αίγυπτον. Έβαλα ευθύς το δακτυλίδι το θαυμαστόν εις το χέρι μου· και δεν έκανα άλλο εις το ταξείδι παρά να συνομιλώ με τον Σαέδ διά την ευμορφιά της βασιλοπούλας, που επηγαίναμεν ζητώντας.

Εγώ μη ζητώντας άλλο από αυτό, έτρεξα αφού και ανεχώρησα απ' εκεί προς τον περιβολάρην διά να του δώσω την είδησιν διά την καλήν μου τύχην, και διά να μη με καρτερή εκείνην την νύκτα· έπειτα εγύρισα εκεί που ήμουν, και ανάμενα με ανυπομονησίαν μεγάλην διά να έλθουν να με κράξουν.

Τότε ο Αινείας τον θωράει που λιάνιζε τους λόχους, και τρέχει μέσα απ' τη σφαγή και των σπαθιών τους χτύπους, τον παινεμένο Πάνταρο πούθε να βρει ζητώντας.

Πηγαίνανε με την τάξη τους όλοι οι πρώτοι αξιωματικοί, πρόσπεφταν, το προσκυνούσαν, κ' ύστερα τασπάζουνταν. Κι ακατάπαβα μπαινοβγαίνανε δούλοι κ' επιστάτες του Παλατιού, ζητώντας του προσταγές, σα να ζούσε ακόμα· ώσπου ήρθε ο γιός του ο Κωστάντιος, ο Αυτοκράτορας της Ανατολής, κ' έγινε ο ενταφιασμός.

Αχ νάθελ' είμουνα έτσι νιος και να βαστούσα ακόμα 670 σαν όταν πιάσαμε σπαθί εμείς με τους Ηλιώτες από βοϊδαρπαγή, κι' εγώ τον άξιο τ' Απερόχου γιο σκότωσα, τον Τυμονιά, ένα άρχοντα του τόπου, ζητώντας πίσω ξεζημιά. Τι εγώ μ' αφτό το χέρι τον κάρφωσα ενώ γλύτωνε τα βόδια του, και χάμου 675 έπεσε, κι' όλο σκόρπησε των χωριανών το πλήθος.