Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Ένα βουνό από σκόνη μαυρειδερή σέρνεται στο δρόμο, κυλιέται και προβαίνει οκνό, σαν άρρωστο. Ο ήλιος το χτυπά κατακέφαλα και το δείχνει θεριό παράξενο. Η χήτη του κοκκινίζει και καίγεται. Κάποια σημάδια μέσα του σβύνουν και ξαναλάμπουν από στιγμή σε στιγμή, σβύνουν και ξαναλάμπουν σα λεπίδες σπαθιών. Ακούεται βαρύς και βαθύς ο ανασασμός του, βαθύς και βαρύς σα μακρινό μπουμπουνητό.

Ακούω, ακούω τον θόρυβον Ως αρχομένης μάχης· Κουφοβροντάει τοιούτως, Ότε επάνω εις τους βράχους Ρίχνεται η θάλασσα. Δάσος βοάει τοιούτως, Οπότε από τα σύγνεφα Σκληρός το δέρνει ο άνεμος· Ξηρά τα φύλλα φεύγουσιν Εις τον αέρα. Να, των σπαθιών ο κρότος Προδήλως τώρα ακούεται· Να, πέφτουν ως ουράνιαι Βρονταί, πολλά, απροσδόκητα Βόλια θανάτου.

Τότε ο Αινείας τον θωράει που λιάνιζε τους λόχους, και τρέχει μέσα απ' τη σφαγή και των σπαθιών τους χτύπους, τον παινεμένο Πάνταρο πούθε να βρει ζητώντας.

Πυκνά, πυκνά ως καλάμια Ανεμισμένα εβλέπαμεν Να κινώνται εις τους κάμπους μας Των πολέμων μας τ' άρματα, Κ' έπεσαν όλα. Πού είνε η τόσαι γλώσσαι Των ακτινοβολούντων Σπαθιών; πού είνε η χείρες Των εχθρών μας αμέτρητοι; Πού τα καυχήματα; Πλατύς και σκοτεινός, Βαθύς έχασκεν κ' άφευκτος Ο άδης υποκάτω τους· Εβούλιασαν, εχάθησαν, Εκλείσθη ο τάφος.

Τότε ο σκλάβος που βάδιζε μπροστά γύρισε κατά πίσω και τράβηξε το σπαθί του. Η Βραγγίνα γύρισε προς τον άλλο δούλο ζητώντας βοήθεια. Κρατούσε κι' αυτός γυμνό το σπαθί στο χέρι, και είπε: — Κόρη, πρέπει να σε σκοτώσουμε. Η Βραγγίνα έπεσε στα χόρτα και με τα χέρια της πολεμούσε ν' απομακρύνη της αιχμές των σπαθιών.

Εκείνοι μας έγδυσαν και μας επήραν το ό,τι και αν είχαμεν, και αντί να μας κρατήσουν για σκλάβους, ή να μας απολύσουν, έτσι γυμνούς που μας άφησαν, ηθέλησαν να ξεδικήσουν τον θάνατον των συντρόφων τους με το αίμα μας. Όθεν οι βάρβαροι επέρασαν όλους τους ανθρώπους υποκάτω από τες λαβωματιές των σπαθιών τους, και κινούμενοι και εναντίον μου διά να μου κάμουν το ίδιον εφώναξα.

Irving στην τελευταία πράξη του &Ριχάρδου Γ'& δεν ξέχασαν, είμαι βέβαιος, πόσον η αγωνία και η φρίκη του ονείρου του εδυνάμωνε από την αντίθεση της γαλήνης και ηρεμίας που προηγήθηκε κι από την απαγγελία τέτοιων στίχων: «Τι, το προσωπείο μου στέκει τώρα πιο άνετα από πριν; Κι όλη μου η πανοπλία στη σκηνή μου είναι βαλμένη; Προσέχετε το ξύλο των σπαθιών μου νάναι γερό κι όχι πιο βαρύ απ' ό,τι πρέπει».

Με βρόντους βαριούς σιδερικών, με σπαθιών χτύπους, με βουή μεγάλη και τρομερή ποδοχαλή πλάκωσε όλος ο λόχος πάνω. Εμπουκάρησε με λόχη στα όπλα μες το προάβλιο, που με των καταδίκων τα παλιοτσάβαλα, σωρούς ολόγυρα απλωμένα ακόμα, έμοιαζε μέσα εβραιοπάζαρο σωστό. Δύο φαντάροι ήταν βαριά πληγωμένοι. Ένας βαρυποινήτης του Εφτά που τάχε πριν ζυγά τα μάτια, το έπαιξε το ένα στο φοβερό το σπαθοπόλεμο.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν