Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Μα σαν τους είδε, πόνεσε η μαρμαρόλαιμη Ήρα 350 κι' αμέσως λέει της Αθήνας διο φτερωμένα λόγια «Ωχού μου, κόρη του Διός, Τι, πια δε θα νιαστούμε μια ακόμα καν στερνή φορά τους Αχαιούς που σβύνουν; Θάχουν θαρρώ άσκημα στερνά, και θαν τους συνεπάρει ανεμοζάλη ενός αντρός· μα αφτός πάρα λυσσάζει, 355 ο Έχτορας, γιατί έκανε έργο πολύ και θρήνος

Όμως όσοι περπατούν μέσα στο έπος, το δράμα ή τη ρομάντσα βλέπουν όσο περνούν οι κοπιαστικοί μήνες να μεγαλώνουν και να σβύνουν τα νέα φεγγάρια και παρατηρούν τη νύκτα αποβραδύς ίσαμε το χάραμμα του πρωινού αστεριού και μπορούν να σημειώνουν από την ανατολή του ηλίου ίσαμε το ηλιοβασίλεμμα την ήμερα, που ολοένα μεταμορφώνεται μ' όλο το μάλαμα και μ' όλες τις σκιές της.

Στον ήσκιο του ο γεροπεύκος κοίμισεν ένα κοπάδι. Στο λαμπρό γαλάζιο τ' ουρανού άσπρα σύννεφα σβύνουν από ηδονή... Α ζωή ευτυχισμένη που είσαι! Α ζωή! Κι' όμως την ώρα του δειλινούδεν ξέρω τι θέλει το φως του άλλου κόσμου και χύνεται στα πεύκα, τι θέλει το φως του άλλου κόσμου...

Κι' όλος σαν έφτασε ο λαός και στάθηκαν τριγύρω, 790 πρώτα με κόκκινο κρασί σβύνουν τα ξύλα, ως πέρα που πήγε η φλόγα, κ' ύστερα τ' αδέρφια κι' οι συντρόφοι μαζέβουν τ' άσπρα κόκκαλα μοιρολογώντας όλοι, κι' έτρεχαν δάκρια πύρινα στα μαγουλά τους κάτου.

Αυτά λοιπόν τα τρία νοσήματα πρέπει να προσπαθούμεν να τα μετατρέψωμεν εις το καλλίτερον και με τρία πράγματα να τα συγκρατούμεν έξω από το θεωρούμενον ηδονικώτατον, δηλαδή με τον φόβον και τον νόμον και τον αληθή λόγον, πάντοτε όμως έχοντες ως βοηθούς τας Μούσας και τους θεούς των αγώνων, οι οποίοι σβύνουν την αύξησιν και το εκχύλισμα.

Ένα βουνό από σκόνη μαυρειδερή σέρνεται στο δρόμο, κυλιέται και προβαίνει οκνό, σαν άρρωστο. Ο ήλιος το χτυπά κατακέφαλα και το δείχνει θεριό παράξενο. Η χήτη του κοκκινίζει και καίγεται. Κάποια σημάδια μέσα του σβύνουν και ξαναλάμπουν από στιγμή σε στιγμή, σβύνουν και ξαναλάμπουν σα λεπίδες σπαθιών. Ακούεται βαρύς και βαθύς ο ανασασμός του, βαθύς και βαρύς σα μακρινό μπουμπουνητό.

Μα σιγάσιγά οι φωτεινές αχτίνες άρχισαν να ωχραίνουν, να συγχίζονται και τέλος να σβύνουν μια με την άλλη, λέγεις κ' έπαιρνε τα κάλλη μαζί της η Γοργόνα στην άβυσσο. Τόρα ούτε Στέμμα ούτε τόξο εφαινόταν πουθενά. Μόνον κάπου κάπου σκόρπια σύγνεφα έμεναν σταχτιά και κάτωχρα στον ουρανό· και μέσα στην ψυχή μου έτσι ωχρή και συγχισμένη έμεινεν η λαμπρή πορφύρα της πατρίδας μου.

Μ' αυτό την αμαρτίαν Των ιδικών μου των χειλιών την σβύνουν τα 'δικά σου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μένειτα χείλη μου λοιπόν το κρίμα που επήραν. ΡΩΜΑΙΟΣ Το κρίμ' από τα χείλη μου; Το μάλλωμα μ' ευφραίνει. Δος μου το 'πίσω το λοιπόν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Φιλείς 'σαν κομπολόγι . ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κυρία, η μητέρα σου να σου 'μιλήση θέλει. ΡΩΜΑΙΟΣ Ποια είναι η μητέρα της; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλόν μου παλλικάρι, είν' η κυρία του σπιτιού.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν