United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βάρ' της! εφωνάξαμε ομόφωνοι. Μα ώστε να ξαμώση ο καπετάνιος, διάργυρος εχάθηκεν από εμπρός μας. Εκείνος άρχισε να μας βρίζη που δεν εμιλήσαμε σύγκαιρα. Μα την ίδια στιγμή βλέπω τον Μπαρμπατρίμη να παραιτή το δοιάκι και αρκουδίζοντας να τον πλησιάζη και με χερονομίες να δείχνη στο σχοινί της μεσανής στραλιέρας το πουλί. — Βάρ' της!

Να το, βάρ' του!... εφώναζεν ένας με τον άλλον, κινώντας χέρια και πόδια στον καπετάνιο. Κ' εκείνος με το ντουφέκι στο χέρι με τα μαλλιά ορθά, τα μουστάκια άγρια, το πρόσωπο αναμένο, έτρεχεν από πρύμνη σε πλώρη βιαστικός, άγρυπνος, κυτάζοντας περίγυρα με γουρλωμένα μάτια, λέγεις κ' έρχονταν να πατήσουν κουρσάροι το πλεούμενο. Αλλά το πουλί ήξευρε πολλά παιγνίδια.

Έτσ' είπε· κ' έτρεξ' κ' έβαλε το δίκουπο ποτήριτο χέρι της αγαπητής μητέρας, και την λέγει· Υπόφερε, μητέρα μου, και βάστα λυπημένη· Μη σε ιδώ, σ' αγαπώ, 'ς τα μάτια μου δαρμένη. Και δεν 'μπορώ, κι' αν λυπηθώ να χρησιμεύσω τότε. Βαρ' είναι τον Ολύμπιον να τον αντιφερθούμεν. Ότι ζητώντας κι' άλλοτε διά να σ' απαντήσω, Μ' έρριξ' απ' το θεϊκόν κατόφλοιον απ' το πόδι.

Αμέσως! αλέστα! βάρ' τα χάλασ'τα! έκραξε τότε ο Καρδοπάκης και ανεπήδησεν από την στρωμνήν του. Εν τω μεταξύ είχεν εξυπνήσει κ' η Λουκρητία, ως να της ωμίλησέ τις καθ' ύπνον εις το ωτίον και να της είπε: Σήκω. Εσηκώθη, έτριψε τα μάτια της, κ' είπε: — Τι τρέχει; Οι άνθρωποι είχον έλθει πράγματι έξωθεν του μύλου, κ' η Σοφία δεν είχεν απατηθή εις την αϋπνίαν της.

Μετά φοβεράς επισημότητος εκύρωσεν ο Σωτήρ την μεγάλην ταύτην ομολογίαν. «Αποκριθείς δε είπεν αυτώ ο Ιησούς, Μακάριος ει Σίμων Βαρ Ιωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ' ο Πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω, ότι συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής.