Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Αλλοίμονο στο σιταρόσπειρο που πέφτη, στου μύλου τα δόντια! Εφτά ήμαστε στο μπαρκομπέστια και ο καπετάνιος οχτώ. Και οι οχτώ μάτι δεν εκλείσαμε, τσιγάρο δεν εστρίψαμε όλη νύχτα. Ντυμένοι με τους μουσαμάδες, άλλος εδώ και άλλος εκεί, κάτω από τις βάρκες, πίσω από το μαγεριό, στη ρίζα του καταρτιού, όπου επρόφτανε καθένας εγύρευε μέρος να σταθή.

Ωστόσο δεν αποφάσιζε να φύγει, περιμένοντας την Γκριζέντα και όταν δεν ήταν στο σπίτι ο Τζατσίντο κατέβαινε το σοκάκι, καθόταν στο φρύδι της κοιλάδας και κατασκόπευε το λευκό δρόμο στους πρόποδες του Βουνού. Ο ρυθμικός χτύπος του Μύλου τον συγκινούσε, σχεδόν τον τρόμαζε. Του φαινόταν σαν χτύπος καρδιάς, μιας καινούργιας καρδιάς που έκανε να ξανανιώσει η άγρια, η αρχαία γη.

Ο θόρυβος της έριδος είχε προσελκύση τινάς των γειτόνων και των διαβατών ευτυχώς όμως, χάρις εις την βοήν του νερού και τον θόρυβον του πλησίον μύλου, αι γυναίκες, που ήσαν εις τον ποταμόν, δεν είχαν ακούση, άλλως θα προσέτρεχαν και αυταί.

Και του μιλούσαν, και ένα του τσιμπούσε το αφτί για ν’ ακούει καλύτερα: ήταν ένα μυστηριώδες μουρμούρισμα που επαναλάμβανε τον ψίθυρο των φαντασμάτων της κοιλάδας, τη φωνή του ποταμού, την ψαλμωδία των προσκυνητών, τον χτύπο του Μύλου, τους αναστεναγμούς του ακορντεόν του Τσουαναντόνι.

Ψηλά ακουγόταν το αγκομαχητό του Μύλου, ένα αρσενικό καρδιοχτύπι σε αντίθεση προς το θηλυκό κάλεσμα μιας καμπάνας που χτυπούσε τον εσπερινό και στο βάθος του δρόμου περνούσαν χωριάτες με τα ζεμένα βόδια τους, επιβλητικοί αστοί όπως ο ντον Πρέντου, γυναίκες με κανάτια στο κεφάλι.

Μόνον μία νεράιδα ερημικά βαθυπλόκαμος απετόλμα την νύκτα και κατήρχετο εις το ρεύμα, κ' εμπιστευομένη εις το εχέμυθον της νυκτός απέβαλλε τον πέπλον, κ' ελούετο, εις τα κρύα νερά του λάκκου, της στέρνας, εις την κορυφήν του μύλου, επάνω της στέγης.

Απεφασίσθη να υπάγη ο Παγώνας, όστις άλλως είχεν αφήσει δεμένον τον όνον του έξωθεν του μύλου, και δώση απλήν είδησιν εις την Αφέντραν, και της είπη ότι μετά δύο ώρας ακόμη θα κατήρχοντο ο σύζυγός της και η μήτηρ της διά να εξυπνήσωσι τα δύο τέκνα και οδηγήσωσι ταύτα και την μητέρα των εις την Παναγίαν διά να λειτουργηθή. Η Αφέντρα εσηκώθη και ήνοιξε την θύραν.

Εκεί δεν έχει πυρετούς μαλάριας, όπως εδώ, και όλοι μπορούν να δουλεύουν και να κερδίζουν χρήματα. Όλοι οι ξένοι πλούτισαν εκεί πέρα, ενώ εδώ λες και είμαστε σε τόπο νεκρών…» «Ναι, ναι, αυτό είναι αλήθειαΠήγε να πάρει αυγά για να του κάνει μια ομελέτα. «Βλέπεις, εδώ ούτε κρέας δεν έχουμε κάθε μέρα. Κρασί δεν βρίσκει πια κανείς…. Και αυτός ο διαχειριστής του μύλου πώς ονομάζεται; Τον γνωρίζεις

Ήμην όρθιος παραπλεύρως του μύλου. Απέναντί μου, εις μικράν απόστασιν, ήσαν δύο οικίσκοι, οι τελευταίοι του χωρίου. Ενθυμούμαι, — του ενός εξ αυτών η θύρα και τα παράθυρα ήσαν κλειστά· εις το κατώφλιον της ανοικτής θύρας του άλλου εκάθητο χωρικός υπέργηρως, με κατάλευκον γενειάδα. Εφαίνετο τυφλός.... Μεταξύ των οικίσκων υπήρχε διάστημα κενόν, διά του οποίου εφαίνετο όπισθεν πυκνός ελαιών.

Ήθελε να πάει στο Νούορο όπου υπήρχε ένας διαχειριστής ενός ατμοκίνητου μύλου, φίλος του πατέρα του, που του είχε υποσχεθεί μια θέση. Η Νοέμι σηκώθηκε χαμογελώντας. «Πόση ώρα; Δεν ξέρω να σου πω πόση ώρα είναι με το ποδήλατο. Λίγη ώρα. Εγώ πήγα στο Νούορο πριν πολλά χρόνια με το άλογο. Ο δρόμος είναι όμορφος και η πόλη είναι όμορφη, βέβαια. Ο αέρας είναι καλός και ο κόσμος είναι καλός.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν