United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπαν, και παραμέρισαν όξω απ' το δρόμο, δίπλα μες στους νεκρούς· κι' αθώα αφτός τους πέρασε τρεχάτος. 350 Μα τόσο σαν αλάργεψε όσο μουλάρια οργώνουν μες σε μιας μέρας κάματο, τι αφτά νικούν τα βόδια μες στο βαθύ κατεβατό όταν τραβούν τ' αλέτρι, τότες χοιμάνε απάνου του· κι' εκείνος μες στη στράτα στάθηκε αφτού σαν άκουσε των ποδαριών το χτύπο, τι του κρυφόλπιζε η καρδιά πως τον ζητούσαν φίλοι 355 με προσταγή του Έχτορα ναν τον γυρίσουν πίσω.

Πέφτει ταπίστωμα, τη γη ρωτά... Χτύπο δεν άκουσε... Μόν' η καρδιά του Μέσατα στήθιά του, βαρεί, πετά. Του φάνηκε ότι εξέφυγε... Εμέτρησ' ένα ένα Τάρματα τ' Αστραπόγιαννου, δεν έχασε κανένα Το μαύρο το κλεφτόπουλοτο φοβερό του δρόμο. Σιμάτη βρύση εκάθισε, καταίβασε απ' τον ώμο Το έρμο το δισάκκι του... Το μάτι του έχει αντάρα.

Επειδή όντας κάτω από τον κάμπο βαθύ φαράγγι, που εδεχότανε σαν όργανο μέσα του τον αχό, έβγανε φωνή, που εμιμιότανε όλα τα λεγούμενα· χωριστά το χτύπο των χτυπιών, χωριστά τη φωνή των ναύτηδων. Κ' ήτανε ευχάριστο το άκουσμα. Επειδή άμα έφτανε η φωνή από τη θάλασσα, τόσο πιο αργά έπαυε η φωνή από τη στεριά, όσο πιο αργά άρχιζε.

καθώς περνούσε η αυγή των δώδεκα χρονών κι' ακούγαμε, θαρρείς, το χτύπο των φτερών του αρχαγγέλου που τα οδηγούσε στο ναότο φτιασίδι σου άσπρισε. Και την ψυχή σου την περόνιασε τέτοιο κρύο που την άκουσα να πέφτη και να περιμένη ένα θάνατο αργό και βουβό, καθώς πεθαίνουν μέσα στο χιόνι. Παρίσι, 1909. Το πρώτο φιλί που μου χάρισετο πήρανε τα χείλη του άλλου που θάρθη.

Βλαμένος τότε ο Πάτροκλος απ' του θεού το χτύπο 816 κι' απ' την πληγή του, γύριζεγια να σωθεί οχ το χάροκατά των φίλων τους σωρούς· μα ο Έχτορας τον είδε πως κώλωνε, από κοφτερό κοντάρι τρυπημένος, κι' όξω πετιέται απ' τις σειρές των Τρώων, και κοντά του 820 χοιμάει και χώνει χαλκό στου ψυχικού τη ρίζα και πέρα ως πέρα τον τρυπάει.

Έτσι είπε, και με το ραβδί την πλάτη και τους ώμους 265 του κοπανάει γερά, κι' αφτός τη ράχη ανασηκώνει και δάκρυ χύνει φλογερό. Και πρήξιμο στην πλάτη αίμα γιομάτο ανέβηκε απ' του ραβδιού το χτύπο. Και ζαρωμένος κάθησε, και νιώθοντας τον πόνο τούρηξε μίσους μια ματιά και σφούγγισε το δάκρυ.

Έπειτα σιγά κι ανάλαφρα τραβήχτηκε στη σκάλα, την κατέβηκε στα τέσσερα κ' έκλεισε την ξώπορτα πίσω του. Στο χτύπο ξαφνίστηκε ο Αριστόδημος· γύρισε τα δακρυσμένα μάτια του και δεν είδε το χωριατόπουλο. Θυμήθηκε πως δεν το ρώτησε πού πέθανε η μάννα του. Μπορεί στο σπίτι της Ελπίδας· μα δεν ήταν και βέβαιος. Πήδησε, έτρεξε στην πόρτα, βρέθηκε στην αυλή. — Παιδί!.. παιδί! .. έβαλε τις φωνές.

Και του μιλούσαν, και ένα του τσιμπούσε το αφτί για ν’ ακούει καλύτερα: ήταν ένα μυστηριώδες μουρμούρισμα που επαναλάμβανε τον ψίθυρο των φαντασμάτων της κοιλάδας, τη φωνή του ποταμού, την ψαλμωδία των προσκυνητών, τον χτύπο του Μύλου, τους αναστεναγμούς του ακορντεόν του Τσουαναντόνι.

Ακόμα ήταν οι φωνές της σάλπιγγας που κάθε μια ήξερε μόνη της να πει εκατό παραγγέλματα· και ήταν οι κρωγμοί των γλάρων που φαίνονταν εφοδιασμένοι με τη φωνή των κοράκων· κι' ήτανε τα ίδια πάντοτε στον ήχο βήματα του σκοπού ναύτη με το χτύπο του σπαθιού στο παντελόνι· και ήταν το αγκομαχητό του μπαλτά του μάγειρα που χώριζε τη μεγάλη πλάτη από το βωδινό κρέας· και ήτανε τα λόγια του αγγελιοφόρου τυλιγμένα σε ευγενικότητα όχι τόσο ναυτική: «Ο κύριος Κυβερνήτης επιθυμεί να ίδη τον κύριον ύπαρχον.» Ή: «Να ετοιμασθή η ατμάκατος διά τον υπασπιστήν του Κυρίου Ναυάρχου. »

Δεν έχει φέβγω πια να πεις, τι η Αθηνά η Παλλάδα 270 θα σε ξεκάνει τώρα εδώ με τ' άσπλαχνό μου χέρι, κι' ως στο στερνό μια κοπανιά τα πάθια των συντρόφων θα σ' τα ξοφλήσω πούσφαζες βαρώντας τους με λύσσαΕίπε, και σιώντας τίναξε το χαλκωμένο φράξο· μα τόδε ομπρός ο Έχτορας κι' απόφυγε το χτύπο, τι έσκυψε πριν, και τρέχα αφτό του σφύριξε από πάνου 275 και πέρα μπήχτηκε στη γης.