United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παιδί μου το βασιλόπουλο· παιδί μου και ο νόμος. Το βασιλόπουλο αδίκησε το νόμο· εκείνος θα χάση το βασιλόπουλο. Επήραν τον μονάκριβο βλαστό, στ’ άνθη τον έντυσαν και το άσπλαχνο λεπίδι του λαού έκοψε το βασιλικό δεντρί από τη ρίζα του. Τόρα καταμεσίς του Λιβόρνου οι αράπηδες στέκουν μαρμαρωμένοι, με τις αλυσίδες στο λαιμό βαριές, αιώνιο βάσανο της μαύρης ψυχής τους.

Επάνωθέ τους κάτασπρο το φλάμπουρο του Διάκου Ανέμιζε τρομαχτικό, και ΄ς το ξεδίπλωμά του Λεβέντης αστραπόμορφος επρόβαινε ο Άη Γηώργης Με τ' άγριό του τ' άλογο κρατώντας καρφωμένο Τ' άσπλαχνο το κοντάρι του ΄ς το διάπλατο λαρύγκι Του φοβερού του δράκοντα που δέρνεται ΄ς το χώμα.

Είπε, και κόβει των αρνιών με τ' άσπλαχνο λεπίδι τους λάρυγγες, και κατά γης σπαρταριστά τ' αφίνει ενώ ψοφούσαν· τι ο χαλκός τους πήρε τη ζωή τους. Κι' απ' το κροντήρι βγάζοντας κρασί με τα ποτήρια, 295 στάζουν και στους παντοτινούς θεούς περικαλιούνται.

Να κάθεται, να τσιμπουκίζη και να συλλογίζεται. Τι συλλογίζεται; Όχι βέβαια τη γυναίκα και το μοναχοπαίδι που τα έχει σφαλισμένα στον Πύργο του Φονιά. Ούτε τα τόσα αίματα και τα λόγια που, παρακαλώντας τον θερμά λέγουν τα θύματά του, πριν σκύψουν το κεφάλι στον άσπλαχνο λάζο του.

Μα τους λυπήθηκε ο γερός Μενέλας σαν τους είδε πεσμένους, κι' όξω ρήχτηκε απ' τη γραμμή των πρώτων, αστράφτοντας μες στο χαλκό και παίζοντας το φράξο· κι' ο Άρης με τη γνώμη αυτή του πλήθαινε την τόλμη, για ναν τον σφάξει τ' άσπλαχνο κοντάρι του Αινεία.

Αν τόχει η μοίρα μου δεινά να με σπαράζουν πάντα. 290 Τον άντρα η μάννα μου η γλυκιά που μούδωκε κι' ο κύρης τον είδα απ' άσπλαχνο χαλκό σφαγμένο ομπρός στο κάστρο, και τρία αδέρφια μου που μια μας γέννησε μητέρα, κι' αφτοί οι καημένοι χάθηκαν, κι' οι τρεις την ίδια μέρα Όμως εσύ δε μ' άφινεςσα μούσφαξε τον άντρα 295 ο Αχιλέας κι' έκαψε το γονικό μας πύργονα κλαίω, μον πάντα μούταζες πως τέρι του κατόπι θα γίνω εγώ, και θα με πας στη Φτιά με τα καράβια να κάνεις τις χαρές μου εκεί.

Κι' αφτός στην Κύπρη χοίμηξε με τ' άσπλαχνο κοντάρι, 330 γιατί την ήξερε άτολμη κι' όχι θεά από κείνες που στρατηγέβουν στων αντρών τους φονικούς πολέμους, μήτε ρημάχτρα Σκοτωσού μήτε Αθηνά μ' ασπίδα.

Αλλά μόνον η φωνή του ακούστηκε βαρειά και στριμμένη, σαν ανάμπαιγμα που έστελνε το άσπλαχνο το πέλαγο. Κατά το μεσημέρι ο ήλιος έσχισε τον πυκνόν αιθέρα κ' έρριξε μιαν αχτίνα του μακριά. Τα βουνά της Θεοδοσίας ψηλά, χιονισμένα, έβγαιναν σαν κρυσταλλένια παλάτια μέσ' από τα θολά νερά και τον σκούρον ορίζοντα. Είμαστε κάτου από την Κριμαία.