United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι μονάχα ο αδερφός του αλλά κ' η μάννα του πολλές φορές προσπάθησε να τους αγαπήση. Ήξερε πως η Αρχόντω δεν εσύντρεξε και λίγο τον Αντρέα τον Ευμορφόπουλο στον αγώνα του. Αληθινά εκείνος εκόπιασε. Μα κ' εκείνη με την αντρίκια της ψυχή του έδωκε την κυριώτερη ορμή. Ήταν τ' ακόνι που ακόνισε το λεπίδι του. Τ' ακόνι και το χέρι και το λεπίδι μαζί.

— Α! διαβουλουκούλουκα! εμούγκριξε ο λοχίας λυσσασμένος τόρα, παίζοντας μανιακός το φοβερό λεπίδι στον αέρα ξεμανίκωτο. Και ολοένα αγριεμένος περισσότερο, ξανάειπε, δείχνοντας με το δάχτυλο το δωμάτιο αγνάντια στο σωρό που βρέθη το μαχαίρι·Μέσα του Τρίου ! Μέσα την Παναγιά σας!..

Έτσι είπε, κι' όξω το σπαθί τραβάει τ' ακονισμένο που στα πλεβρό του κρέμουνταν, στέρια μεγάλη σπάθα, κι' αφού μαζέφτηκε, χοιμάει σαν κυνηγάρικο όρνιο, που μάβρα γνέφια σκίζοντας κατάκαμπα πλακώνει ν' αρπάξει ανήσυχο λαγό ή τρυφερό 'να αρνάκι· 310 έτσι όρμησε ανεμίζοντας το κοφτερό λεπίδι.

Ξεμακρυσμένος στην άλλη άκρη ο Βλαχογιώργος, είχε ψηλά στα χέρια σηκωμένο ένα παλιόσκαμνο και το πασπάτεβε. Κάποιος κόμπος από σπάγκο, κολλημένος στο τσακισμένο πόδι του σκαμιού με μαλακό ζυμάρι, του εκίνησε την προσοχή· ετράβηξε τον κόμπο. Εσκίστη το σανίδι απάντεχα· εδιάνοιξε το ξύλο σε δύο ξαφνικά και φοβερό, μακρύτατο λεπίδι, που και μοσκάρι θα ξεκοίλιαζε, εξάστραψε ολόγυμνο στον ήλιο·

Είπε, κι' εκείνος άναψε ν' ακούσει τέτιο λόγο, και του διπλόφερε η καρδιά στα λογγωμένα στήθια, ή να τραβήξει απ' το μερί το κοφτερό λεπίδι, 190 να αναστατώσει τη βουλή, το βασιλιά να σφάξει, ή να σωπάσει την καρδιά και το θυμό να πνίξει.

Είπε, και κόβει των αρνιών με τ' άσπλαχνο λεπίδι τους λάρυγγες, και κατά γης σπαρταριστά τ' αφίνει ενώ ψοφούσαν· τι ο χαλκός τους πήρε τη ζωή τους. Κι' απ' το κροντήρι βγάζοντας κρασί με τα ποτήρια, 295 στάζουν και στους παντοτινούς θεούς περικαλιούνται.

Πάψε... Γέρο Διαμάντη, Δος μου το μήλι σου να ιδώ.. Μην κρένης... ξεστηθώσου.. Καλά σου την εφύτεψαν... Ο χάρος από τρίχα... Ξανθό.. Φρυμμένη πηγανιά... Ό,τ' είναι... Τώρα πες μου. — Θανάση, μας εχάλασαν... Δεν είχε σκάση ο ήλιος, Που εχύθηκε ο Ομέρπασας... Χτυπάει το Δυοβουνιώτη Και τόνε πέρνειτο φτερό.. Δεν έπαιξε λεπίδι...

Απ' την κορφή ΄ς τα νύχια Μ' έγδαρε, με ξεφλούδισε το βόλι, το λεπίδι... Μ' έφαγε η γύμνια κ' η ερμιά... Έβαψε τα παλιούρια Η ξεσχισμένη φτέρνα μου... Μ' έδειρε το χαλάζι... Έστρωσα το κρεββάτι μου μες ’ς τη μονιά του λύκου... Κυνηγημένος σα θεριό τη νύχτα ’ς τα λαγκάδια Έβγαινα κ' έβοσκ' αρπαχτά τα κούφια βελανίδια Που εσέποντο ’ς τα χώματα, κ' εζούσα μ' αποφάγια Π' αφίναν τ' αγριογούρουνα... Κι' όταν τον αλωνάρη Μούχαν πιασμένα τα νερά και μ' έφριγεν η δίψα, Ακούστε το, μωρές παιδιά, εζύμονα ’ς τα δόντια Κ' εχόρταινα βυζαίνοντας μια φλούδ' από μολύβι, Και δε θυμούμαι νάνοιωσα ποτέ μου τη λαχτάρα Όπου με σφάζει σήμερα, και σα μονομερίδα Απών' αρμό ’ς τον άλλονε, κρυφά κρυφά χωνεύει Και μου ρουφάει τη δύναμη και με νεκρόνει, Λάμπρε.

Εκείνη τη στιγμή ένας από τους Λεντζαίους, για να γλυτώση το σκυλλί, αρπάζει το μαχαίρι, που έφερε ακόμα το αίμα του δολοφονημένου απάνω στο λεπίδι σκουριασμένο . Ο Φετάνης άλλο από την επίθεση του Γκεσούλη, κι' άλλο από το άρπαγμα του φονικού μαχαιριού, νόμισε, ότι κάποιος τον είχε προδώσει και φώναξε απελπισμένα: — Ήμαρτον! ήμαρτον! Μη με σκοτώνετε! Σχωράτε με!