United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υποφέρει πολύ, η δυστυχισμένη, πάει να πλαγιάση... Ο Θανάσης ο Μελαχροινός αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο: — Λυπάμαι πολύ, περαστικά της να δώση ο Θεός. Χάσαμε την καλή της τη συντροφιά. Και στρώθηκε στο τραπέζι. Το ανηψίδι τούβαλε ένα ποτήρι μπροστά του. Ο Παπα-Παρθένης του το γέμισε, προσφέροντας του μια φέτα μήλο, με την άκρη του μαχαιριού.

Μίαν ημέρανήτο μάθημα Γεωγραφίας — ο Σοφής διεσκέδαζεν ως συνήθως χαράττων διά μικρού μαχαιρίου τα προσφιλή του ιερογλυφικά επί του θρανίου, ότε ανεκάλυψεν από της σκοπιάς του ο διδάσκαλος την άτακτον εκείνην ασχολίαν.

Όσο να ειπής «Κύρι' ελέησον» πάλι «Παναγία βόηθαΤα λόγια του πατέρα μου νυχτόημερα στ' αυτιά μου. Μα τι τ' όφελος; Βάρε του μαχαιριού γροθιά· χτύπα το κεφάλι σου στο κατάρτι· το κατάρτι δεν σπάει. Αν είχα κ' εγώ ένα κλήμα στη στεριά πέτρα μαύρη θα έρριχνα. Μα πού το κλήμα; Απόφασι το επήρα. Ή το κύμα θα με φάγη ή θα με δώση πετσί και κόκκαλο άχρηστον στον κόσμο. Καλά λοιπόν· ζωή χαρισάμενη!

Με όσους δε ορκίζονται οι Σκύθαι, ορκίζονται ως εξής· Χύνουσιν οίνον εις μέγα ποτήριον πήλινον, και μιγνύουσιν εν αυτώ αίμα εκείνων οίτινες θα ορκισθώσι κάμνοντες μικράν αμυχήν είτε δι' οπητίου είτε διά της αιχμής μαχαιρίου.

Τι θλιβερό που είναι το γεροντικό το κλάμα!-βροχή νυχτερινή που δεν ελπίζει για ήλιο και για ξαστέρωμα. Πήγε κ' η Λιόλια και φίλησε μ' αναφυλλητό και τα χείλια της ακκούμπησαν απάνω στη μύτη της νεκρής πούτον κρύα και κοφτερή σαν κόψη μαχαιριού. . . Ο γυναικοκαυγάς. Την έθαψαν πέρα στα «νέα», κοντά σ'ένα σωρό πέτρες.

Εκείνη τη στιγμή ένας από τους Λεντζαίους, για να γλυτώση το σκυλλί, αρπάζει το μαχαίρι, που έφερε ακόμα το αίμα του δολοφονημένου απάνω στο λεπίδι σκουριασμένο . Ο Φετάνης άλλο από την επίθεση του Γκεσούλη, κι' άλλο από το άρπαγμα του φονικού μαχαιριού, νόμισε, ότι κάποιος τον είχε προδώσει και φώναξε απελπισμένα: — Ήμαρτον! ήμαρτον! Μη με σκοτώνετε! Σχωράτε με!

Η οικοδέσποινα έστρωσεν εν μέσω την βραχύποδα τράπεζαν του δείπνου, τον σ ο φ ρ ά ν, και ανήψε παρ' αυτώ κλαυθμηρίζοντα λύχνον. Ο κυρ Δημήτρης εκάθισε χαμαί σταυροποδητί, και σταυρώσας διά του μαχαιρίου του τον άρτον έκοψε και διένειμε. — Δόξα σοι ο Θεός, γυναίκα, είπε σταυροκοπούμενος, η βδομάδα πήγε καλά. Βγάλαμε τριάντα δραχμαίς. Υγεία νάχωμε, και οξωνού! Η φτώχια θέλει καλοπέραση!