United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Αρφανούλα ένεκα συσσωρεύσεως παραγγελιών εν τω εργοστασίω, δεν έλαβε καιρόν να φροντίση εγκαίρως· και ούτως με την νέαν επιχείρησιν του αδελφού της εζημιώθη άλλας χιλίας δραχμάς. Επήγε να σκάση από τον θυμόν του ο Μπάρμπα-Σταυρής.

Να τον κάνωμε να σκάση. Ο Φλεβάρης ηυχαριστείτο. — Α! για λέγε· είπεν ανυπομόνως. — Σήμερα τελειόν' η διορία μου και αύριο έρχετ' εκείνος· να μου δανείσης δυο ημέρες να τον δυσκολέψουμε. Ο Φλεβάρης έκυψε την κεφαλήν. Οι μήνες αγαπούν τας ημέρας των, ως ο φιλάργυρος τα χρήματά του.

Μα σ' όλο το ύστερο εσύ μούδε το Θωμά, μούδε το Στρατή θα στεφανωθής. Εσύ την Πηγή θα πάρης, απού 'ν' ένα κομμάτι μάλαμα η καϋμένη και θα πας να κάτσης στο σπιτάκι σου και μούδ' οχλούς, μούδ' ανακατώματα. — Να πούμε και τάλλο· το χατήρι του θα του κάμης εσύ, παιδί μου, είπεν η Ρηγινιώ, να παραιτήσης την Πηγή, για να τήνε δώση του Τερερέ; Στο πείσμα του και συ πρέπει να μη σύρης χέρα, να σκάση!

Τότε ο Ταχέρ σχεδόν ήθελε να σκάση από την χολήν του και από τον θυμόν του· αλλά μην ημπορώντας να κάμη αλλέως από την απόφασιν του Κατή, άφησε και εβγήκαν από το σπήτι του, μαζί με όλην την προίκα που είχε φέρει η Δηλαρά εκεί, και επήγαν και εκάθησαν εις ένα άλλο σπήτι, εις την πόρταν του οποίου ο Κατής έβαλε φύλακας διά να μη φύγουν έως που να γυρίση το μετζίλι με τα βεβαιωτικά γράμματα διά τον Κουλούφ.

Άμοιρη, πούν' ο νους σου; Σιχαμερή είμαι τάχα εγώ και περιγέλιο μ' έχεις; Σκόρπα και λέγε αυτά: «σκορπώ τα κόκκαλα του Δέλφι». Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Ο Δέλφις μου με πίκρανε· δάφνη γι' αυτόν θα κάψω· κι όπως η δάφνη στη φωτιά κροταλιστά θα σκάση και θε ν' ανάψη στη στιγμή και στάχτη δε θ' αφήση έτσι κι ο Δέλφις να καή στου πόθου μου τη φλόγα.

Είνε καιρός, που από τα θεμέλια, σείστηκε το Κράτος των Ρωμαίων. Σκύψε να σου πω στ' αυτί. Είνε αλήθεια τούτη 'δώ φριχτή: Άλλο δεν απομένει, παρά εσωτερική να σκάση ξάφνω μια αναμπουμπούλα. Γενική κρατάει γνώμη, πως οι Χριστιανοί θα γίνουν η αιτία, από τον πολιτισμό μας να μην απομείνουν ούτε πέτρες, ούτε τούβλα. Ναι, μα τον Ηρακλή!

Επροτιμούσαν να είναι έξω εις τον ήλιον και να κολυμβούν εις τα αυλάκια, παρά να κάθηνται εις τα σκοτεινά με την κλώσαν και να κακανίζουν μαζή της. Επί τέλους τα αυγά άρχισαν να σκάνουν, το έν κατόπιν του άλλου, και από κάθε αυγόν, πιτς πιτς, έβγαινε έν μικρόν πουλάκι. Έν αυγόν μόνον, το μεγαλείτερον από όλα, δεν ημπορούσεν ακόμη να σκάση.

Η δε γραία μήτηρ της, η γρηά το Μορφάκι, μικροκαμωμένη και μικροπανδρευμένη, χήρα πλέον, ήτο «να σκάση από το κακό της». — Ακούς τώρα να βρεθή κι' αυτή να μοιρολογάη! Κακό καιρό να έχη! — Όχι, μητέρα μου! έλεγε συμπαθούσα πάλιν η κόρη. Μήπως το ήθελε και αυτή! — Έτσι αι! Να μη μ' αφήση να γιορτάσω του παιδού μου τη γιορτή; Και έφερνε γύρω εις την αίθουσαν χωρίς να κάμνη τίποτε.

Όμως μοναδικός θα λογισθή στον κόσμο ο περσικός ετούτος θρίαμβός μου. Βέβαια θα σκάση ο Κωνστάντιος όταν το μάθη και θα σπάση από το κακό του τη γυναίκα του στο ξύλο. ΤΡΟΦΙΜΟΣ. Μπορεί ποτέ το μήλο να παραβληθή, αφέντη, με τα ξυλοκέρατα!

Να μην το βλέπη πια κανένας το γιγαντένιο αυτό το ψέμα, τον ουρανόν αυτόν, που την είδε ξάστερη την αγάπη μου, που τον είδε τον μεγάλο καημό μου, κι ως τόσο έμεινε λαμπερός κι ασάλευτος, σα να μην έσβυσ' ένα αστέρι, σα να μη ράγισε μια καρδιά. Είνε, λέει, καμωμένες οι καρδιές για να σκάνουνε! Να σκάση λοιπόν κι ο ουρανός και να γίνη θρούβαλα! Να πλαντάξη ο κόσμος και να ξολοθρευτή.