Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Αλλά πώς ήτο δυνατόν ο Μανώλης της Αλτανούς να ζήση μακράν του αιγιαλού; Χωρίς να πατήση εις την θάλασσαν; Να κολυμβήση, να πιή, να φάγη θάλασσαν, μίαν φοράν τουλάχιστον την ημέραν; Τας πρώτας ημέρας επειδή ο γέρω-Παππούς, τον παρεφύλαττεν, αναγκασθείς να τηρήση την διαταγήν αυτού, δεν προσήγγισεν εις τους αιγιαλούς και πήγε να σκάση, να σκαρταδιάση.
Ένα λαόν, που στενάζει υπό τον ανυπόφορον ζυγόν τυράννου, θα τον ονομάσης αδύνατον, όταν τέλος αναβράση και σκάση τα δεσμά του; Άνθρωπος που τρομάζοντας γιατί επήρε φωτιά το σπίτι του, αισθάνεσαι να εντείνωνται όλες του αι δυνάμεις και μ' ευκολίαν αποκομίζει βάρη, τα οποία ήσυχος μόλις δύναται να κινήση, άνθρωπος, που αγριεύοντας από μια προσβολή, τα βάνει με έξη και τους νικά, αυτοί θα ονομάζονται αδύνατοι; Και φίλε μου, αν η έντασις είνε ισχύς, γιατί η υπερέντασις να είναι το εναντίον; — Ο Αλβέρτος με προσέβλεψε και είπε: Μη σου κακοφαίνεται, τα παραδείγματα, που φέρεις, δεν φαίνονται να τεριάζουν. — Ημπορεί, είπα εγώ· με εμέμφθησαν συχνά, ως τώρα, ότι ο συνειρμός των ιδεών μου ενίοτε επλησίαζε προς φλυαρίαν.
Αλλ' ακριβώς διά να σκάση τον Τερερέν, έπρεπε να την πάρη. Λοιπόν θα τον έσκαζε τον ασχημάνθρωπον τον Τερερέν. Θα επέμενε να πάρη την Πηγήν, μαγάρι κιάν επρόκειτο να περιμένη δέκα έτη. Το βέβαιον είνε ότι από την προηγουμένην εσπέραν είχον εκ νέου στραφή τα αισθήματά του προς την κόρην του Θωμά.
Τα είχε ξεσκολήσει αυτά ο παπάς, μα ήθελε πάλι να τη δοκιμάση. Άπλωσε το χέρι του να την χαϊδέψη στο μάγουλο... Η παπαδιά έγεινε κόκκινη σαν τον αστακό απ' το θυμό της. Καθώς ήτανε παχειά κ' αιματώδισα, θαρρούσες πως θα σκάση. — Κάτω τα ξερά σου. Έχεις και λειτουργία αύριο, γέρο κολασμένε! — Ο Θεός είνε μεγάλος, παπαδιά. Άλλες είνε οι αμαρτίες. Η αγάπη δεν είνε κρίμα. Την έδωκε ο Θεός.
Η πάπια έχασε την υπομονήν της, και εσηκώθη να φροντίση τα μικρά της παπάκια, αλλά πάλιν μετενόησε και εκάθισε να το κλωσήση. — Αι; πώς τα πηγαίνεις; την ηρώτησε μία γραία πάπια, η οποία ήλθε να την επισκεφθή. — Καλά, απεκρίθη η κλώσα. Μόνον αυτό το αυγόν δεν θέλει να σκάση. Ιδέ τα άλλα μου παπιά; Είδες ποτέ σου ωραιότερα πουλάκια; Ομοιάζουν πολύ του πατρός των.
— Καλά το επώλησα το άλογόν μου, είπεν. Ο μεγάλος Κλώσος θα σκάση από το κακόν του, όταν μάθη τα κέρδη μου. Αλλά δεν θα του τα δείξω διά μιας. Έστειλε λοιπόν εις τον μεγάλον Κλώσον έν παιδί, και του εζήτησεν έν κοιλόν δανεικόν διά να μετρήση κάτι. — Τι το θέλει; εσυλλογίζετο ο μεγάλος Κλώσος.
Μου είπεν ότι εμέθυσες κι' εσηκώθηκες κι' εχόρευσες εις το μέσον, ενώ αυτός σε ημπόδιζε και έπειτα εφίλησες τον φίλον του τον Λαμπρίαν και επειδή ο Δίφιλος εθύμωσε, τον αφήκες κ' επήγες και εκάθησες δίπλα στον Λαμπρίαν και τον αγκάλιασες και ο δικός σου πήγε να σκάση από το κακό του να βλέπη αυτά.
Είν' αλήθια, πως κάποτε, πριν παντρευτή ο Αζώηρος, έβλεπε την καλοπέραση και τα λαμπρά σπίτια των μεγαλουσιάνων κι αναστέναζε νυχτόημερα, κ' ένας μοναχά πόθος, μια σκάση, κατάτρωγε κρυφά τα σωθικά και τη νιότη του, πώς να βρη τρόπο κι αυτός ν' αρχοντέψη, ν' αποχτήση κι αυτός καλοπέραση, και να χτίση ψηλά σπίτια. Τότες δεν ήτον καφετζής ο Ζώης.
Τα χωριά ερήμαξαν· οι κάτοικοι εσφιχτομανταλώθηκαν μέσα· τα ζωντανά δεν έτρωγαν το χόρτο τους· Τ' αγρίμια περίφοβα εκλείσθηκαν στις μονιές τους· άδειασαν τα βουκολιά και τα βαλμαδιά· και τα γιδοπρόβατα του Σαρίγκαλου, του πλούσιου αρχιτσέλιγκα του Καβομαλιά εσυνεπήραν τα μαντριά κ' εγκρεμοτσακίσθηκαν στη θάλασσα. Ο γέροντας επήγε να σκάση από τον θυμό του.
Μόνε τέτιον προκομμένον Οχ τη φύσι προικισμένον, Να τον λέγουν μερικοί, Πως είναι άδιος, κούφιος όλος, Και ψευτιάς μονάτης δόλος... Πώς οι αθρώποι είναι κακοί! Λεν αυτοί, ένας να προφτάση Στους πενήντα, να μη σκάση, Απ' εκείνους που τηράει, Είναι απόρεμα μεγάλο. Μον αυτό, εγώ αν δεν σφάλλω, Μες το νου μου δε χωράει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν