United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε σαλίγκαρος, ως να ήκουε την φωνήν της κόρης κ' εννόει τους λόγους της, σιγά-σιγά εξήρχετο του οστράκου του, έστρεφεν εδώ κ' εκεί τους μικκύλους, ως κόκκον σινάπεως, οφθαλμούς του, εκίνει τα κερατάκια του κ' εκαμάρωνεν. Η Ασήμω, ηυχαριστείτο πολύ εις τούτο κ' επανελάμβανε γελώσα: — Σαλίγκαρε, μαλίγκαρε, βγάλ' τα κέρατά σου, γιατ' έρχετ' η κυρά σου με τα πρόβατά σου!. .

Η μνήμη του αμφιτρύωνός μου ήτο αυτή καθ' εαυτήν ένας ολόκληρος κόσμος τερπνών ανεκδότων. Μου εφάνη ότι ηυχαριστείτο να συζητή περί της θέσεώς του ως διευθυντού του φρενοκομείου και εξεπλάγην πολύ βλέπων ότι η τρέλλα ήτο το ευνοούμενον θέμα της συνομιλίας όλης σχεδόν της ομηγύρεως. Διηγούντο σειράν διασκεδαστικών επεισοδίων σχετιζομένων προς διάφορα είδη τρέλλας.

Δε με μέλει εμένα γι' αυτά, του εφώνησεν απ' αντικρύ ο βοσκός, αρχίσας να δυσφορή επί τη πολυλογία του φύλακος, όστις αόρατος όπισθεν του τοίχου, διά της πολεμίστρας βλέπων τον βοσκόν, ηυχαριστείτο να τον πειράζη, καπνίζων το βραχύ τσιμπούκι του, έχων αξώσεις δημογεροντικάς και τρέφων περιφρόνησιν προς το γένος των ποιμένων.

Εγνώριζε καλώς ότι ο Φλεβάρης δεν ηυχαριστείτο καθόλου να βλέπη τον Ασπρίλην, διότι ευθύς ενθυμείτο εποχήν, κατά την οποίαν έπαθεν ό,τι ο Ήφαιστος από τον Άρην, ήτο δε βέβαιον ότι ήθελε μεγάλως ευχαριστηθή αν απεπέμπετο καθ' ολοκληρίαν της συντροφιάς των. — Α! δε 'μπορεί, είπε δώδεκα κ' η βάρκα γέρνει ούτ' ένας 'λιγώτερος ούτε περισσότερος. . . Αλλά 'μπορούμε να του κάνωμε έν' άλλο. — Σαν τι;

Από της αυγής, οι βοσκοί της Καμπανίας είχον οδηγήσει πεντακοσίους όνους, όπως την επιούσαν, άμα τη αφίξει της εις Άντιον, η Ποππέα λάβη το καθημερινόν εξ ονείου γάλακτος λουτρόν της. Το πλήθος ηυχαριστείτο να βλέπη εις την στροβιλιζομένην σκόνην κινουμένους τους απειραρίθμους μεγιστάνας, να ακούη τον κρότον των μαστιγίων και τας αγρίας κραυγάς των βοσκών.

Να τον κάνωμε να σκάση. Ο Φλεβάρης ηυχαριστείτο. — Α! για λέγε· είπεν ανυπομόνως. — Σήμερα τελειόν' η διορία μου και αύριο έρχετ' εκείνος· να μου δανείσης δυο ημέρες να τον δυσκολέψουμε. Ο Φλεβάρης έκυψε την κεφαλήν. Οι μήνες αγαπούν τας ημέρας των, ως ο φιλάργυρος τα χρήματά του.

Και αυτή εγέλα και ηυχαριστείτο με τα συμβαίνοντα• πολλάκις δε ή επρόβαλλεν από τον ηλιακωτόν και ήκουε τους εραστάς άδοντας με βραχνήν φωνήν άσματα άσεμνα ή και ημιανοίγουσα τας θύρας και νομίζουσα ότι διέφευγε την προσοχήν μου, παρεδίδετο εις τας ασελγείς αυτών επιθυμίας και εμοιχεύετο παρ' αυτών.

Επί τέλους, επί τέλους τον είδε μακρόθεν ερχόμενον! — Αι; Ναι ή όχι; ηρώτησεν άμα επλησίασαν προς αλλήλους. — Στάσου, αδελφέ, να πάρω την αναπνοήν μου! Εκ της εκφράσεως του φίλου του εφοβήθη ο Λιάκος ότι θα ηυχαριστείτο περισσότερον ακούων το Όχι, ή το Ναι. — Μη μετενόησεν; εσκέφθη καθ' εαυτόν πλήρης νέας ανησυχίας.

Έστιλβε λοιπόν κατάμαυρος η Ευαγγελίστρια . Είχε τα ιστία πάντοτε κατάλευκα, καινουργή. Όσον ηυχαριστείτο εις το ιδικόν του εμβαλωμένον βρακίαν, τόσον εμίσει τα εμβαλώματα των ιστίων.

Ο Καίσαρ απήτησεν όπως παρίσταται εις το αμφιθέατρον και ο Χίλων, διότι ηυχαριστείτο βλέπων αυτόν λιποψυχούντα από τα θεάματα. Αλλ' αι εικόνες διεδέχοντο ραγδαίως αλλήλας. Τα ανόσια βασανιστήρια παρθένων, τας οποίας εμόλυνον θηριομάχοι ενδεδυμένοι δοράς θηρίων, κατηύφραινον την καρδίαν του λαού. Τέλος κορασίδες χριστιαναί διεμελίσθησαν υπό αγρίων ίππων. Ο λαός επευφήμει τον Καίσαρα.