United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και συ λαιμέ μου κάτασπρε σαν του βουνού το χιόνι, Σαν σας σταλάζω με φλουριά και με διαμάντια τόσα, Μη για χορό συντάζεσθε, μήνα σε γάμο πάτε;... Πέτε, πού ο γάμος γίνεται και πού ο χορός κρατιέται; Πούναι κι' ο νηός που θα σας 'δή και θα σας αγαπήση Κι' ακολουθώντας σας θαρθή να σας χαρή μια μέρα; Εσάς σας χαίρεται η ερμιά.

« Μ' εφύλαγαντο κάστρο τους » Τα Γιάννινα, τα μαύρα, » Κ' εγώ 'σάν τίγρις έτρωγα » Τα τέκνα, τα παιδιά της. » Ακόμα σκούζ' η Αρβανιτιά » Την τόση την ερμιά της. » Όπου το χέρι άπλωνα, » Άναφτε φλόγα, λαύρα.» « Απέθανα. Τρων ήσυχα » Τα Γιάννινα το δείπνο. » Η μάνα χαίρει το παιδί, » Γιατί δε θα το χάση. » Μες 'ςτο κρεββάτι σφίγγονται » Τα νιόνυφα.

Σε σκιάζουν τ' ανεμόβροχα, σε σκιάζουν η χιονούραις, Γιατί δεν έννοιωσες εσύ 'ςτά σωθικά σου ακόμα Τη φλόγα εκείνη, τη γλυκειά, οπού τη λεν: — αγάπη, Δεν έτυχε ποτές εσύ να περπατάς τη νύχταέρημα μέρη, αδιάβατα, 'ς απόσκια μοναχός σου, Να ιδής της νύχτας της Ξωθιαίς, της ώμορφαις Νεράιδες, Να λούζουνται 'ςτά ρέμματα με ζάρκα τα κορμιά τους, Κι' απ' την πολλήν την ωμορφιά να λάμπη ο τόπος γύρα, Και να μοσχοβολά η ερμιά απ' τη μοσχοβολιά τους.

Με τον ερχομό της νύχτας η βροχή κάπως ξέκοψε. Μα ο ουρανός είνε πάντα κρυμμένος στα σύγνεφα, λες και θρηνάει κι' αυτός τα μαυρισμένα μας Χριστούγεννα. Όσο σφίγγει το σκοτάδι, τόσο απλώνεται η ερμιά στην πόλη μας. Ως πώφτακεν ώρα οπού τα Γιάννινα ώμιαζαν κοιμητήρι, κι' ας είμασταν ζωντανοί όλοι στα σπίτια μας, κι' ας είμασταν ξύπνηγοι όλοι. Νεκρίλα, μωρέ αδερφέ, νεκρίλα απέραντη η νυχτιά τούτη.

Και απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 340 «Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε ο πατέρας Δίας, 'που από την πλάνη μ' έσωσες και απ' την πικρήν ανάγκη. κ' είναι ανυπόφορ' η ζωή του περιπλανωμένου• αλλά προς χάριν της μιαρής κοιλιάς πάθ' υποφέρει ο θνητός, όταν τον ευρούν ανάγκη ερμιά και λύπη• 345 και αφού συ τώρα με κρατείς να μείν' ως να 'λθη εκείνος, για την μητέρα λέγε μου του θείου Οδυσσέα, και τον πατέρα, όπ' άφινετου γήρατος την θύρα, αν είναι ακόμητην ζωή, του Ήλιου το φως αν βλέπουν, ή απέθαναν κ' ευρίσκονταιτην κατοικιά του Άδη». 350

Κρίμα δεν είνε κι' αδικιά τέτοια ωμορφιά και νιότη Να τήνε χαίρεται η ερμιά κ' εγώ γι' αυτήν να λυόνω; Μη με σκανιάζης, μη με σκας και μη με φεύγης, κόρη. Μπροστά μου μην ξαφνιάζεσαι σαν τ' άγριο το ζαρκάδι Και χώνεσαι μέσ' 'ς τη λογγιά και κρύβεσαιτην τούφα.

Διαβαίνει το Μακρύνορο, διαβαίνει τη Φλωριάδα, Και χύνεταιτα χειμαδιά του Βάλτου τα μεγάλα 'Σάν τ' Άσπρου τα πολλά νερά θολά, κατεβασμένα Κι' όπου περνάει αφίνει ερμιά, κι' αυλάκια στερφεμένα Κι' ολούθε σκλάβους παίρνει Κι' αρμάθες 'σάν ο Χάροντας 'ς τ' ασκέρια του τους σέρνει.

Η Ελπίδα έλεγε το μυρολόι της σιγά και ταπεινά, σα βρυσούλα που κλαίει την ερμιά της μέσ' στο δάσος. Τα λόγια της ήταν απλά και συνειθισμένα· μα τους έδινε τέτοιο αίσθημα η λαλιά της που τάκανε ουρανοκατέβατα. Ο πόνος πάλαιβε με το πάθος και το πάθος με το θρίαμβο μέσα τους.

Μικρός, σε ό τι πασχίσω ή κυνηγήσω, άγριο ποτάμι μέσα μου περνά κι αν κάτι πιάσω, μου το αρπάζει πίσω και μου αφίνει χαλάσματα κι ερμιά. Και μ' άσβηστο τον πόθο πάντα μένω, συντρίμι κι εγώ σ' έρημο γιαλό. Να μπορούσα μονάχα να σωπαίνω και βαθιά μου τον πόνο να σφαλώ! Και σαν εσέ, περήφανο, μεγάλο δέντρο, σε μια γαλήνη αρμονική, ανέγγιχτη από κάθε πόθον άλλο τη χαρά να λιμπίζεται η ψυχή.

Δεν έφυγες γαλήνιος, γελαστός, χλομός, πικρός μας άφησες, πονώντας, γυρεύοντας επήγες, λαχταρώντας. Στο μέτωπό σου γύρω αυτός ο πόνος αχνίζει πάντα ως σε θωρεί η ψυχή· και τώρα, εδώ στην κάμαρά μου μόνος, στο τζάμι ενώ θλιμμένα σπα η βροχή, σε βλέπω μια στιγμή περνάς, κοιτάζεις και φεύγεις, την ερμιά σα να τρομάζης.