United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είχε πλέον το καλάθι της, αλλά είχε γεμίσει τους κόλπους της από διάφορα μικροσκοπικά χόρτα, τα οποία είχε συλλέξει την ημέραν κάτω εις τα ρέμματα των κοιλάδων. Τα δύο μικρά κοράσια της ασθενούς εκάθισαν σιμά εις τα γόνατα της Φραγκογιαννούς, γλυφίδικα και ζητούντα θωπείας. Η Γιαννού εθώπευσε τα σιαγόνια των και τους λαιμούς των, τόσον δυνατά, ώστε ησθάνθησαν πόνον, και το έν εφώναξε·Μάνα!

Η Νύκτα μένει 'ςτά νερά, νεραϊδωμένη κόρη. Κι όταν ο Ήλιος χάνεται απ' τον Απάνου-Κόσμο, Προβάλλει αυτή μυριώμορφη γλυκειά, καμαρωμένη, Και περπατεί τα ρέμματα, ταις ποταμιαίς, τα πλάγια... Λαμποκοπάν 'ςτά στήθηα της και 'ςτό κορμί της γύρω Τα μαγεμμένα λούλουδα, χρυσά χιλιάδες άστρα, Και μέσ' 'ςτό μέτωπο ψηλά, σαν βασιλίσσης στέμμα, Το πλειό μεγάλο λούλουδο, τώμορφο το φεγγάρι.

Σήκω τώρα να πηγαίνουμε. Θα είνε παρά πάνω από δέκα η ώρα . . . Το φεγγάρι όσο πάει και γέρνει εκεί κάτω, και θα τα βρούμε σκούρα στον κατήφορον, ανάμεσα στα ρέμματα και στον ελαιώνα. Πάμε, μπάρμπ’-Αλέξανδρε. Εσηκώθη κ' εφόρτωσε τα πράγματα εις το ζώον. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν ανεζήτει το ψάθινο καπέλλο του, και δεν ενθυμείτο πού το είχε πετάξει. Εγώ είχα φορέσει το υπόδημά μου.

Μα πώς εβολτατζάριζεν εδώ γύρω τόση ώρα! Είχε από το δειλινό από κάτω από το Κάστρο. Τώβλεπα τόση ώρα από το 'ρμάνι. — Μα σου είπα. από την μπονάτσα. Το ξούργιασαν τα ρέμματα. Ήταν για κάτω. — Έτσι άδειο για κάτω;

Επήραμεν τον κατήφορον, και αφού διήλθομεν τρία ρέμματα, επεράσαμεν πολλά πλάγια και ρεβένια και εχώθημεν τέσσαρας φοράς εις την λάσπην. Είχε βρέξει προ τριών ημερών, και η υγρασία της γης θα διηυκόλυνε μεγάλως την εκσκαφήν του θησαυρού μας.

Τα πρόβατα και οι τράγοι αφίνουν τη βοσκή τους· κ' οι ορειάδες που τους αρέσει να σκαρφαλώνουν στις άφταστες κορφές των ολόισων βράχων κατεβαίνουν με τρεχάλα μακριά από το άσμα των ανεμόδαρτων πεύκων τους, ενώ οι δρυάδες σκύβουν από τα κλαδιά των δέντρων, που ανταμώνονται, και τα ποτάμια βουίζουν πένθιμα για την κάτασπρη Πρόκριδα σε πολυστέναχτα ρέμματα «γεμίζοντας από βουή τον απέραντον Ωκεανό».

Ώστε καλά κάμαμε ναρθούμε προς τα εδώ; — Δεν ήρθαμε θεληματικώς· μας έφεραν τα ρέμματα. — Ξέρουν τι κάνουν τα ρέμματα! είπε με θεσπέσιον τόνον το Λιαλιώ, ήτις ωμοίαζε μέ τινας ανθρώπους βλέποντας σοφά όνειρα, αυτοσχεδιάζοντας αποφθέγματα κατ' όναρ. Λέγουσα δε, επίστευεν εκείνην την στιγμήν ότι υπάρχει νους εις τα άψυχα πράγματα και ότι όλα υπόκεινται εις θεού τινος την επιστασίαν.

Όταν ανθίζ' η αγράμπελη κι' απλώνει τα κλαδιά της 'Στό σχοίνο, στο χαμόδενδρο, στου πεύκου τα κλωνάρια, Στα ρέμματα του ποταμού, στον εγκρεμό του βράχου, Κι' αγέραν, κάμπους και βουνά, την πλάση πέρα ως πέρα Γιομόζει από μοσχοβολιά με τον ανασασμό της.

Πύργος διπλοθεμέλιωτος και μαρμαροχτισμένος. Χτυπάει τ' αλόγου τα πλευρά να κατεβή 'ςτόν κάμπο, Γλυκά ροδίζ' η ανατολή. 'Σ ολίγο δίνει ο ήλιος. Λαμποκοπάν η αχτίδες του 'ςτά χιόνια τα στρωμένα, Λαμποκοπάν τα ρέμματα, λαμποκοπάει ο πύργος, Κ' ένας βαθύς αντίλαλος, οπού ξυπνάει την πλάση, Από τον πύργο τον ψηλό γλυκό τραγούδι φέρνει.

Η ξωτικές λυούν τους πλεκτούς χορούς των Και χάνονταιτα ρέμματα, κι' οπίσω τους αχούς των Ακόμ' αντιλαλούν η οχθιές. Απ' όλες μια μονάχη Είδε την κόρη οπώκλαιγε και την ρωτάει τι νάχη. Τον μυστικό τον πόνο της η κόρη φανερώνει. — Βασιλοπούλα, άδικα κλαις· γεφύρι δεν στεριώνει. Ούτε θεμέλιο σταίνεταιτον Άσπρο, μα τα μάτια μας, Κόρη αν δεν έρθη απάρθενη σκλάβα μέσ' 'ς τα παλάτια μας.