United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε, και τότε την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα 310 τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη. αλλ' άκουσ' ό,τι αλάθευτα προαισθάνεται η ψυχή μου· ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά, προβόδισμ' ούτε θαύρης, ότι οδηγοίτο σπίτι μας τέτοιοι δεν είναι πλέον, ως ο Οδυσσέας ικανός, αν ποτ' εζούσ', εφάνη, 315 να δέχωνται, να προβοδούν τους σεβασμίους ξένους. τώρα τον ξένον νίψετε, θεράπαιναις, και κλίνην στρώσετε με λαμπρότατα παπλώματα και χλαίναις, γλυκείαν να 'χη ανάπαυσιν ως 'που να λάμψ' η 'μέρα, και αύριο θα τον λούσετε και χρίσετε άμα φέξη, 320 όπως με τον Τηλέμαχοτην τράπεζαν καθίση, 'ς το μέγαρο· δεν θα χαρούν με τούτ' όσοι μνηστήρες τούτον λυπούν θανάσιμα, και ουδέτο εξής θα κάμουν τίποτ' απ' όσα βούλονται, και αν τρομερά θυμώσουν. και πώς συ, ξένε, ως προς εμέ θα μάθης αν των άλλων 325 των γυναικών ανώτερητον νου, 'ς την γνώσιν, είμαι, αν άλουστος, κακένδυτος, 'ς τα μέγαρα καθίσηςτην τράπεζα; και των θνητών η ημέραις είν ολίγαις. άρ' όποιος δείχνετ' άπονος και άπονην γνώμην έχει, οι άνθρωποι όλοι, ενόσω ζη, κακά του καταριώνται, 330 και απεθαμένον φοβερά τον ονειδίζουν όλοι· αλλ' όποιος δείχνετ' άψεγος και άψεγην γνώμην έχει, την δόξαν του 'τα πέρατα της γης οι ξένοι απλόνουν, και μύρι' ανθρώπων στόματα καλόν τον ονομάζουν».

το πλοίο τ' άλογά 'στρεψεν, εις τ' ακρογιάλι, και όλα 205 τα ωραία δώρα εσήκωσε και τα 'θέσετην πρύμνη, τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που του 'δωσεν ο Ατρείδης• κ' ευθύς τον εσυμβούλευσε με λόγια πτερωμένα• «Συ τώρ' αναίβα με σπουδή κ' ειπέ και των συντρόφων, πριν εγώ φθάσω σπίτι μου και όλα τα μάθη ο γέρος. 210 ότ' η καρδία μου και ο νους τούτο καλά γνωρίζουν• ως είναι αυτός αράθυμος, δεν θα σ' αφήση, θα 'λθη να σε καλέση, και άπρακτος, θαρρώ, δεν θα γυρίση. και, μ' όσα ειπής, ακράτητος θε να 'ναιτον θυμό του».

Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας• Όλα θα υπάγω να τα ειπώ του Τηλεμάχου, σκύλλα κακόγλωσση, για να 'λθη εδώ τετάρτια να σε κάμη».

«Άκου με, 'που 'λθες χθες θεός εις το δικό μου σπίτι• κ' εμέ τα μαύρα πέλαγα παράγγειλες να σχίσω, για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη• κ' ιδού 'που τώρ' οι Αχαιοί τούτ' όλα μου εμποδίζουν, 265 κ' εξόχως η αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων».

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ελπίζω τόσο μοναχά: όσο που να ’λθη ο βοσκός από τους αγρούς θενά προσμείνω. ΙΟΚΑΣΤΗ Καρδιά θε να ’χης να τον ’δης μπροστά σου, θάρρος; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Θενά σου πω: αν ο βοσκός τα ίδια συμπέση με σένα λόγια να μου πη που συ μου λέγεις, εγώ θα εγλύτων’ απ’ αυτήν την κακή τύχη. ΙΟΚΑΣΤΗ Ποιο ήταν εσύ που πρόσεξες απ’ όσα είπα;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς θά ’τονε να τον ιδώ τον δούλο τούτον; ΙΟΚΑΣΤΗ Εδώ είναι. Μα γιατί ποθείς αυτό το πράγμα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Φοβούμαι: περισσότερα μίλησ’ από όσο έπρεπε. Ιδού το αίτιον της επιθυμίας. ΙΟΚΑΣΤΗ Γλίγωρα θα ’λθη. Αλλ’ άξιζα κ’ εγώ να μάθω, τι σου βαρύνει την καρδιά σου, βασιλιά μου.