United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γιάννης ο Μπύρρος, ξηρός και υψηλός, ο ναύκληρος του πλοίου, ο καλλίτερος λοστρόμος της νήσου, περιζήτητος υπό των πλοιάρχων διά την ναυτικήν του πείραν και την διοικητικήν ικανότητα, στρίβων τον λευκόν μύστακά του με την αριστεράν, ακκουμβισμένος με την δεξιάν επί της τραπέζης, ήκουεν ευλαβώς το άσμα των Χριστουγέννων, με τον νουν του εις το χωρίον του, εις τα παιδάκια του, αλλά προσέχων πάντοτε κ' επάνω, προς τον καιρόν, ως να τον παρηκολούθει παραφυλάττων την μακρυνήν βοήν του ανέμου, οπού εσύριζεν άνωθεν απειλητικός, ωτακουστών δε συνάμα και προς την πρύμνην, μη ακούση την φωνήν του πλοιάρχου· καθόλου κύων πιστός, ο παλαιός αυτός ναύκληρος, ακουσμένος όχι μόνον εις την νήσον αλλά και εις την Πόλιν ακόμη, στόλισμα των πληρωμάτων.

ΖΕΥΣ. Πωπώ! με ποίαν βοήν το πλήθος επεδοκίμασε τους λόγους του Δάμιδος• ο δε δικός μας φαίνεται ότι περιέπεσεν εις αμηχανίαν• φαίνεται ότι τα έχει χάση, είνε φοβισμένος, τρέμει. Έτοιμος να ρίψη την ασπίδα, παρατηρεί γύρω διά να ιδή από πού να φύγη.

Εις εκείνο το αναμεταξύ ήκουσαν αιφνιδίως μίαν φοβεράν βοήν και ταραχήν από το μέρος της θαλάσσης· και ιδού άνοιξεν η θάλασσα, και εβγήκεν ένας μαύρος και φοβερός στύλος, ο οποίος εφαίνετο ότι πηγαίνει να κρυφθή εις τα σύννεφα· και από τούτο το φαινόμενον τόσον αύξησεν ο φόβος των, που ευθύς έτρεξαν να ανέβουν υψηλά εις το δένδρον, λογιάζοντας εκεί πλέον αρμόδιον διά να κρυφθούν, αλλ' ευθύς βλέπουν εκείνον τον φοβερόν στύλον, να κόπτη τα κύματα και να σιμώνη προς το περιγιάλι.

Δεν είν' ο βίος άλλο παρά σκιά που περπατεί, παρά θεάτρου μίμος οπού πηγαινοέρχεται μιαν ώραντην σκηνήν του, και πλέον δεν ακούεται, είν' ένα παραμύθι που λέγει ένας παλαβός, βοήν, θυμούς γεμάτον, αλλά δεν έχει νόημα! ΜΑΚΒΕΘ Η γλώσσα σου εσένα κάτι γυρεύει να ειπή. Είπε μου το αμέσως! ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Αυθέντα, ήθελα να 'πώ το πράγμα οπού είδα, αλλ' όμως πώς να σου το 'πώ δεν 'ξεύρω.

Ο θόρυβος της έριδος είχε προσελκύση τινάς των γειτόνων και των διαβατών ευτυχώς όμως, χάρις εις την βοήν του νερού και τον θόρυβον του πλησίον μύλου, αι γυναίκες, που ήσαν εις τον ποταμόν, δεν είχαν ακούση, άλλως θα προσέτρεχαν και αυταί.

Εκάθισεν εις την κόγχην του βράχου, κάτω από τους πόδας της έχουσα την βοήν και την μελωδίαν των κυμάτων, και άνω της κεφαλής της ήκουε την κλαγγήν των αετών και τους κρωγμούς του ιέρακος.

Άκουε!... Έτοιμα εκεί τα είχα τα μαχαίρια, Αδύνατον να μη τα ιδή! — Μ' εφάνη 'σάν να βλέπω εμπρός μου τον πατέρα μου εκεί που εκοιμάτο, αλλέως εγώ μόνη μου το έκαμνα!... Ο Μάκβεθ! ΜΑΚΒΕΘ Τετέλεσται! — Δεν ήκουσες κανένα κρότον; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Μόνον της κουκουβάγιας την φωνήν και την βοήν των γρύλλων. Δεν ήσο συ που 'φώναξες; ΜΑΚΒΕΘ Αι; Πότε; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τώρα! ΜΑΚΒΕΘ Τώρα; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Μάλιστα!

Ο λίθος εκυλίσθη πηδών μέχρι της άκρας του κρημνού, εκείθεν κατέπεσε, και ήκουσα κάτωθεν την βοήν της βαθείας θαλάσσης. Έρριψα λιθάριον μικρόν και κατεκρημνίσθη κυλισθέν επίσης. Ουδεμία επί των βράχων εξοχή ικανή να εμποδίση το κύλισμα οιουδήποτε βαρέος σώματος. Προσοχή, προσοχή! Σήμερον συνέλαβα τον εαυτόν μου αυτοφώρω μονολογούντα, — ίσως και χειρονομούντα.

Και εβούισεν έως κάτω το βαθύ ρεύμα βοήν φοβεράν, ως εάν εβούισε τουφεκιά, καταπλήξασαν τα πτηνά, τα οποία εσίγησαν εις τας δροσεράς κρύπτας των. Η μεγαλητέρα, η Ελένη, 'σαν να ήκουσε την φωνήν την δευτέραν φοράν.

— Κ' εκεί οπού εξήρχετο η γραία — η νεάνις είχεν ήδη εξέλθειακούει βοήν, ως φωνήν ανθρώπου κεκρυμμένου εις βάθος. — Να φύγης από τα σπίτι γλήγορα. Η γραία κατ' αρχάς ενόμισεν ότι έτριξεν η μονόφυλλος παμπάλαιος θύρα, κλεισμένη, αλλ' η βοή επανελήφθη ευθύς: — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα! Η γραία άφησε την θύραν ανοικτήν πάραυτα, και απεσύρθη κάτωχρος, τρέμουσα, παραπαίουσα.