Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Εις εκείνο το αναμεταξύ ήκουσαν αιφνιδίως μίαν φοβεράν βοήν και ταραχήν από το μέρος της θαλάσσης· και ιδού άνοιξεν η θάλασσα, και εβγήκεν ένας μαύρος και φοβερός στύλος, ο οποίος εφαίνετο ότι πηγαίνει να κρυφθή εις τα σύννεφα· και από τούτο το φαινόμενον τόσον αύξησεν ο φόβος των, που ευθύς έτρεξαν να ανέβουν υψηλά εις το δένδρον, λογιάζοντας εκεί πλέον αρμόδιον διά να κρυφθούν, αλλ' ευθύς βλέπουν εκείνον τον φοβερόν στύλον, να κόπτη τα κύματα και να σιμώνη προς το περιγιάλι.

Εις αυτόν τον τρόπον ο Ρουσκάδ ετραβήχθη εις έναν οντά, και εκλείσθη εκεί, εις τον οποίον δεν έμβαινεν άλλος παρά ο βεζύρης τον οποίον είχεν επιτηρητήν του· και αυτός επήγαινε κάθε ημέραν να τον ευρίσκη, ο οποίος δεν έλειπε που να τον παρηγορή, λογιάζοντας πως το διάστημα του καιρού, ήθελε του αφανίση την θλίψιν του· μα αντί να του την αφανίση του αυγάτιζε τον πόνον του, τόσον που έπεσεν εις μίαν μεγαλωτάτην υποχονδρίαν, και εστάθη εις αυτήν την κατάστασιν εις διάστημα χρόνων δέκα.

Ετούτος ο άνθρωπος όντας μέσα εις το κιβούρι ακούει την ιδίαν νύκτα να ανοίξουν πάλιν την πόρταν, έπειτα να τον βγάλουν από το κιβούρι· αυτός λογιάζοντας πώς ξαναήλθεν ο βεζύρης διά να τον ξανατυραννίση, Α, βάρβαρε και σκληροκάρδιε, άρχισε να λέγη, θανάτωσόν με ανίσως και έχεις επάνω σου ευσπλαγχνίαν, και μη με τυραννής, ότι τα μαρτύρια, που θέλεις μου κάμει, δεν θέλουν δυνηθή να με κάμουν να σου φανερώσω εκείνο που επιθυμείς.

Βλέποντας έτσι ο γεωργός, και λογιάζοντας να είναι άρρωστον, το άφησεν εις το παχνί του, και επήγε να δώση την είδησιν του αυθέντου του του πραγματευτή, ότι το βόιδι είνε άρρωστον, και μου έκαμε τούτο και τούτο.

Και εκεί που εκαρτερούσα την απόκρισιν με το μετζίλι, αλλοί εις εμένα, μου έφερε μαντάτα πολλά θλιβερά, ότι ο βασιλεύς πατέρας μου μανθάνοντας ότι οι Άραβες κλέφτες, που μας επάτησαν, εσκότωσαν όσους και αν είχα κοντά μου, και λογιάζοντας ότι και εγώ έμεινα σκοτωμένος, από την λύπην του απέθανε, και ότι ανέβη εις τον θρόνον του ένας εξάδελφός μου, ονόματι Αμαδεδίν, ο οποίος με μίαν γραφήν που έγραψε με το ίδιον μετζίλι μου εσημείωνε την χαράν που ο λαός έλαβεν, ακούοντας πως ευρισκόμουν ζωντανός· και ότι με εκαρτερούσε μετά πάσης χαράς διά να πηγαίνω το συντομώτερον, και ήτον έτοιμος διά να μου απαρατήση θεληματικώς τον θρόνον που εις εμέ απαρθένευεν.

Από την κεριακή αξούριστος, αγουροπρησμένα τα μάτια του με την ξαγρυπνιά, σα νυχτοκλέφτης φαινότανε. Περνάει απόδιπλ' από του Μιχάλη, ανταμώνει ένα του άνθρωπο παραόξω που μάζευε καψόξυλα για τη φωτιά της Μιχάλαινας, και τονε στέλνει να πάη να φωνάξη τον αδερφό του. — Μα, αφέντη, κάνει ο δουλευτής, λογιάζοντας ολόγυρα στον αέρα και θέλοντας να πη πως δεν καλοξημέρωσ' ακόμα.

Την δευτέραν ημέραν ο Σχαζηνάν σεργιανίζοντας μόνος του εις το παλάτι του επρόβαλεν εις ένα παραθύρι προς το περιβόλι εκείνο το ευμορφότατον, και επροσπάθει να διώξη την μελαγχολίαν με την θεωρίαν των πολυποικίλων δένδρων και με το γλυκύ και εναρμόνιον λάλημα των πουλιών, ότε βλέπει και ανοίγει μία κρυφή θύρα του παλατίου του Αϊδήν προς το περιβόλι και εβγήκαν είκοσι γυναίκες· ανάμεσα εις αυτάς ήτον και η βασίλισσα η οποία εξεχώριζεν από τας άλλας από το φόρεμα και από το μεγαλοπρεπές περπάτημα, και λογιάζοντας αυτή ότι και ο Σχαζηνάν επήγεν εις το κυνήγι εσίμωσεν έως υποκάτω εις τα παραθύρια του παλατίου του, ο οποίος δι' απλήν περιέργειαν θέλοντας να ιδή την βασίλισσαν εκρύφθη όπισθεν από το παραθύρι, εις τόπον όπου αυτός έβλεπεν όλα των τα καμώματα, χωρίς να φαίνεται.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν