United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και στερνά στερνά η βραδινή, η τρομερή η βραδινή κάτω στο καπελιό, όλο το χωριό να τους κοιτάζη και να μουρμουρίζη, και κεινού να πέφτη το πρόσωπό του από ντροπή, κ' ύστερα να ξανανεβαίνουνε στης Μιχάλαινας και να ξαναρχίζουν το γλέντι αντίς να μοιρολογάνε, που πάει και πάει η τιμή τους. . .Αχ! ξεφωνίζει μια, απάνω στο φριχτό αυτό στοχασμό, και συνεφέρνει με το βουητό του αναστεναγμού του.

Ανέβηκαν και δυο τρεις άλλοι φίλοι κατόπι, που ή έτυχε να μην τα γνωρίζουν ακόμα τα λαλούμενα, ή καμώνουνταν πως δεν τα γνωρίζανε για να το γλεντίσουν, και κόλλησαν κι αυτοί στο χορό. Ήρθαν έπειτα κι από τάλλα τα σπιτικά τους, αδερφοξάδερφα της Μιχάλαινας, άντρες και γυναίκες, κ' έτσι γέμισε το σπίτι φωνές και τραγούδια.

Βρίσκοντας αφορμή το κεφάλι του που πονούσε, λέει, από την αποψεσινή την αγρυπνία, τράβηξε αυτός ίσια σπίτι του. Οι άλλοι όλοι μπήκανε στης Μιχάλαινας. Είταν εκεί μαζεμένες και μερικές αξαδέρφες, αντραδέρφες, γυναικαδέρφες, και συννυφάδες, προσμένοντας τους άντρες τους από το καπελιό. Μεγάλο γλέντι δεν έγινε, ξαποσταμένοι όντας οι πιώτεροι από ταπονύχτερα ξεφαντώματα.

Τα γύριζε όλ' αυτά μες στο νου του ο Δημήτρης, και κάπνιζε αμίλητα το τσιγάρο του. Ήρθε η ώρα του φαγητού, και σαν έγινε και το στερνό στερνό κέρασμα, σηκώθηκαν και τράβηξαν πάλε κατά τα μέρη τους. Του κάκου πολεμήσανε να τον καταφέρουν το Δημήτρη οι άλλοι νάρθη κι αυτός ως του αδερφού του και να πιή ένα ποδαράτο στην υγειά του Μιχάλη και της Μιχάλαινας.

Ρεζίλι μαθές πολεμάς να μας κάμης! Τούκοψε μονομιάς τον ανασασμό σαν άνεμος η χολοβρασμένη η Μιχάλαινα. Κι όχι πως είταν ο Πανάγος από κείνους που τους συνεπαίρνει μιας γυναίκας φωνοκόπι, ας είνε και της ανοιχτομίλητης της Μιχάλαινας. Μα καθώς είδαμε, ο Πανάγος είτανε δυο λογιώ. Δυο μεριές τις είχε. Τη μια, γνώση, ζύγισμα, στοχασιά. Την άλλη, ίσως την πιο μικρότερη, φωτιά κι αγάπη και πάθος.

Το πρώτο το είχε ακουσμένο πρι να ξεκινήση από της θειας της, και ταρμήνευε μοναχή της. Ή ο Μιχάλης, έλεγε τότε διαβαίνοντας, ή ο Δημήτρης. Ο Μιχάλης δεν μπορεί να είναι, αυτός ξεφάντωνε πάλε μαζί του εψές. Είνε ο Δημήτρης που μήτε τη μια μήτε την άλλη τη βραδινή δε φάνηκε στης Μιχάλαινας, από το θυμό του. Ο Δημήτρης είνε. Καλά του την έφτιαξε, του ψωροπερήφανου! Να μάθη αυτός.