United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν επέρασαν τρεις ημέρες κ' έπεσε στο κρεβάτι χτυπημένη από κρυφή και άσχημη αρρώστια. Τρέχουν αμέσως οι διαλαλητάδες ολούθε, σε Μωριά και Ρούμελη, στα Δωδεκάνησα και τα Φραγγονήσα, στην Πόλη και τη Βενετία διαλαλούν και λένε: — Όποιος γιατρός βρεθή και γιατρέψη τη Μπεοπούλα του Φαρακλού να τον ντύση στο μάλαμα ο Μπέης ο αφέντης της και στ' ασημάρματα ο Μωσά Μπαρδούνιας ο άντρας της!...

Τον έβοσκε βαθύ χτικιό, του θέριζε τα σπλάχνα Έχθρα κρυφή, παντοτεινή, για τάνθη, για ταστέρια Για του παιδιού την ευμορφιά, κ' έτρωγε με το μάτι Ό,τι το χέρι το σκληρό δεν έφτανε να φθείρη. Έκλωθε τη σαπύλα του στρωμένοςτα ξεσκλίδια Που τώφερνε πάσα φορά το κλεψιμιό, η κρεμάλα.

Ποτέ του ήλιου η ευμορφιά, ποτέ της γης η νειώτη Κ' η περηφάνεια του βουνού, του δέντρου η πρασινάδα Κ' η λευθεριά του ξηφτεριού, ποτέ τόση γλυκάδα Τόση κρυφή μοσχοβολιά δεν έχυσαν τριγύρωτο Διάκο που ψυχομαχά.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ξέρω, στο άντρον του Πανός πούνε βωμοί κοντά του. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! εδοκίμασα εκεί λαχτάρα εγώ μεγάλη. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Λαχτάρα, ποιάν; στα λόγια σου τα δάκρυα μου τρέχουν. ΚΡΕΟΥΣΑ Δύστυχο γάμο άθελα έκαμα με το Φοίβο. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κόρη μου! τάχα ναν' αυτό που είχα καταλάβη; ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν ξέρω• την αλήθει' αν λες, θα σου τ' ομολογήσω. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και την αρρώστια την κρυφή πότε είχες υποφέρη;

Φέρνει απ τα νέφη τ' απαλά, τα δειλινά, τα βράδια τη λύπη την κρυφή, θλιμμένα κάποια εγγίζοντας ευγενικά ρημάδια ευγενικό λαλεί. Κλαίει ότι χάθηκε καλό κι ότι όμορφο έχει σβήσει, και τα χρυσά φτερά τινάζουν ότι δεν μπορεί μήτε η πνοή να γγίση γλυκά και αρμονικά. Περνά αποκεί που δεν περνά το πιο ψιλό το αέρι κι όπου ούτε της αυγής το στάλαγμα δεν κάθεται· ν' απαλοτρέμη ξέρει στα βάθη της ψυχής.

Αισθάνθηκε τότες ο Νίκος πως δεν ήτον πια μονάχος στο σπίτι μ’ αυτόν το μυστηριώδικο εχθρό, την κρυφή αρρώστια που έτρωγε το κρέας της γυναίκας του κάτω απ’ το πετσί της και της έπινε το αίμα και τη νειότη της. Γύρισε η Βεργινία το κεφάλι της να τονέ χαιρετήση και φάνηκε το άσπρο των ματιών της σταχτερό, χωρίς λάμψη κ' η κόρη ξέχρωμη, σα νάταν η κόρη και τασπράδι ένα πράμα.

Μια παράδοση μάλιστα τον λέει γυιό του καπετάν Αραπογιάνη. Η νίκη του Αϊβλάση ήταν από τα πρώτα κατορθώματα του Καραϊσκάκη και μεγάλωσε τ' όνομά του. 'Σ το Μεσολόγγι, όταν κατηγορούσαν τον Καραϊσκάκη πώς τάχα είχε κρυφή συνεννόηση με τους Τούρκους, περισσότερο από τους άλλους τον κατάτρεχε ο Ράγκος, γιατί αντιφέρονταν οι δυο τους για τ' αρματωλίκι των Αγράφων.

Το δείπνο τους ήταν λιτό: χυλός από γάλα που δεν φούσκωνε το στομάχι και άφηνε διαυγή και φωτεινή τη σκέψη σαν το μεγάλο ανοιξιάτικο ουρανό. Και όμως, πότε πότε την ντόνα Έστερ την κυρίευαν οι τύψεις και από το μυαλό της περνούσε μια κρυφή, ένοχη σχεδόν, σκέψη.

Χτυπώντας τις γλώσσες τους και σκουπίζοντας τα χείλια τους με τανάστροφο χέρι, βγήκαν όλοι απ’ το μαγαζί και πήραν πάλι το δρόμο: τα βήματά τους ολωνών τώρα είχανε γίνει πεταχτά,, αλαφρά, σα φτερωμένα από μιαν κρυφή χαρά αλάκερου του είναι τους.

Πες μου α δε φωνάζη τότες κρυφή φωνή μέσα σου «Μάννα μου», κι ας έμαθες να κλίνης το «μήτηρ», με το δυικό του μαζί! Τι παράξενο όμως, τίποτις άλλο να μη θυμούμαι σ' εκείνη τη λειτουργία! Μήτε τον παπά, μήτε τους ψαλτάδες, μήτε πολυελαίους, μήτε μανάλια! Τίποτις άλλο, παρά τη μάννα μονάχα! Τη μαυροφόρα τη μάννα, και σύννεφα ολοτρόγυρα! Ξεχάστηκαν όλα τάλλα, για την καλή σου την τύχη . . .