United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν θα ημπορούσα να είπω πώς κατά πρώτον η ιδέα εισεχώρησεν εις τον εγκέφαλόν μου· αλλ' αφ' ότου την συνέλαβα, με συνεκλόνισεν ημέρα και νύκτα. Αιτία δεν υπήρχε. Το πάθος δεν συνέβαλεν εις τίποτε. Αγαπούσα αυτόν τον γέροντα. Ποτέ δεν μου έκαμε κακόν. Ποτέ δεν με προσέβαλε. Το χρυσάφι του; Ποτέ μου δεν το εφθόνησα. Νομίζω, ότι επρόκειτο διά το μάτι του! Μάλιστα δι' αυτό!

Τότε έσυρα το ξίφος και αφού την συνέλαβα και την έδεσα ήρχισα να την ανακρίνω περί όλων• αυτή δε ηναγκάσθη να μου ομολογήση ότι ήσαν γυναίκες θαλάσσιαι ονομαζόμεναι Ονοσκελέαι και ότι τρώγουν τους επισκεπτομένους την νήσον ξένους. Αφού τους μεθύσωμεν, είπε, κατακλινόμεθα μετ' αυτών και ενώ κοιμούνται τους φονεύομεν.

Ο λίθος εκυλίσθη πηδών μέχρι της άκρας του κρημνού, εκείθεν κατέπεσε, και ήκουσα κάτωθεν την βοήν της βαθείας θαλάσσης. Έρριψα λιθάριον μικρόν και κατεκρημνίσθη κυλισθέν επίσης. Ουδεμία επί των βράχων εξοχή ικανή να εμποδίση το κύλισμα οιουδήποτε βαρέος σώματος. Προσοχή, προσοχή! Σήμερον συνέλαβα τον εαυτόν μου αυτοφώρω μονολογούντα, — ίσως και χειρονομούντα.

Ομολογώ ότι κατά πρώτον συνέλαβα την ιδέαν του να επωφεληθώ των σημειώσεων του Φιλίππου Μάρθα προς συγγραφήν διηγήματος επί το μυθιστορικώτερον. Αλλά σκεφθείς ωριμώτερον επροτίμησα να τας δημοσιεύσω απαραλλάκτους ως εγράφησαν παρ' αυτού και ν' αφήσω εις τον αναγνώστην την φροντίδα του να συμπληρώση διά της φαντασίας τα κενά. Ιδού αύται.

Εξύπνησα εις ετούτα τα λόγια, και μία σύγχυσις, που δεν ημπορώ να την διηγηθώ, επλάκωσε το πνεύμα μου, και συνέλαβα από εκείνο το όνειρον ένα κακόν προμήνυμα· εστοχάσθηκα ότι η γυναίκα μου ευρίσκονταν συγχισμένη από κανένα τολμηρόν που έπασχε να μου αρπάξη την τιμήν μου, και ετούτος ο σκληρός στοχασμός μου, τον οποίον δεν ημπορούσα να εξαλείψω από το πνεύμα μου, μου επροξένησε μίαν βαθυτάτην μελαγχολίαν.

Ήκουσα ότι είνε και έγκυος απ' αυτούς. ΕΡΜ. Δεν το χαίρεσαι; Θα σου κάμη κανένα Κέρβερον ή Γηρυόνην, διά ν' αναγκασθή ο Ηρακλής αυτός να κάμη και άλλον άθλον. Αλλ' εξέρχονται, ώστε είνε περιττόν και να κτυπήσωμεν εις την θύραν. ΚΥΡΙΟΣ. Επί τέλους σε συνέλαβα, Κάνθαρε, τι σιωπάς; Ας ίδωμεν τι έχεις εις την πήραν• λούπινα ίσως ή κανένα κομμάτι ψωμί. ΕΡΜ. Α μπα, έχει χρυσόν. ΗΡΑΚΛ. Μη εκπλήττεσαι.

Αλλ' όμως ο πολύς λαός τους σέβεται και τους ακούει, όταν μάλιστα δεν έχει τίποτε καλλίτερον να κάμη, και το θράσος και ο θόρυβός των φαίνεται ότι ευχαριστεί τον όχλον. Εγώ όμως απ' αυτά που έβλεπα και ήκουα συνέλαβα την ιδέαν ότι είνε ασκοί φουσκωμένοι με αλαζονίαν και μου έκανε κακόν ότι ομοιάζομεν κατά τα γένεια.

Τοσούτος με κατέλαβε φόβος ότι θα με παραδώσωσιν εις τους Τούρκους, ώστε συνέλαβα σχεδόν την απόφασιν ν' αφήσω εκεί τα βαρέλια μου και, παραιτούμενος του σκοπού όστις μ' έφερεν εις Χίον, να καταβώ διά νυκτός εις τον όρμον, όπου ήλπιζα να εύρω το τρεχαντήριον και να φύγω. Αλλ' ο Παντελής με καθησύχασε. ― θα τα διορθώσωμεν, έλεγε. Κοιμήσου απόψε και αύριον βλέπομεν.

Επήγα εις την Βαβυλώνα, εις την Αίγυπτον, εις την Περσίαν, και εις όλους τους τόπους που εστάθηκα, αστερέωσα την καλήν τύχην όλων εκείνων εις τους οποίους συνέλαβα αγάπην· περιδιαβάζοντας τέλος πάντων τον κόσμον, ήλθα εδώ εις το Αστραχάν, εις το οποίον εστοχάσθηκα και εδώ να κάμω να ομιλήσουν διά εμένα.

Αφού δε έβαλα εις την είσοδον τον φράκτην, ο οποίος είνε πέτρα πολύ μεγάλη, και άναψα φωτιάν με το δενδρον το οποίον είχα φέρει από το βουνόν, εφάνηκαν που προσπαθούσαν να κρυφθούν• εγώ δε συνέλαβα μερικούς, ως ήτο φυσικόν, και τους έφαγα, διά να τους τιμωρήσω ως ληστάς.