United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ζωή του είνε η τρικυμία, το πέλαγο· θάνατός του η γαλήνη. Μην τον αφίνεις να συλλογίζεται τον εαυτό του γιατί τον έχασες. Τους έβλεπα όλους τόρα νευρικούς, ανήσυχους, με κατεβασμένα μούτρα να τριγυρίζουν το μαγεριό. Ήθελαν να εύρουν δουλειά με το φαγί. Μερικοί καθισμένοι στην κουπαστή έπαιζαν πέραδώθε τα γυμνά ποδάρια τους με τόση δύναμι, λέγεις και ήθελαν να τα ξεκλειδώσουν.

Είδα την κάμαρη του καπετάνιου ομορφοστολισμένη με τον Άγιο Νικόλα ψηλά και το καντήλι του ακοίμητο. Είδα των ναυτών τα κλινάρια, άκουσα τις απλές κουβέντες τους, αισθάνθηκα τη ξυνή μυρουδιά τους. Είδα το μαγεριό, τα νεροβάρελα, την τρόμπα, τον αργάτη. Η ψυχή μου πάλι μελαγχολικό πουλάκι εκάθησεν απάνω της. Άκουσα τον αέρα να σχίζεται στα ξάρτια και να λέγη με αρμονία υπέρθεη του ναύτη τη ζωή.

Τον εργάτη τον έβαψε πράσινον, την κάμαρή μας κόκκινη· το μαγεριό κατάμαυρο· τα κατάρτια κίτρινα. Έπειτα ήθελε να βάψη και το σκαφίδι. Ήταν γαλάζιο, φρεσκοβαμμένο. — Όχι γαλάζιο, λέγει· κάτασπρο είνε ομορφώτερο. — Μα το άσπρο λερώνει εύκολα. Έπειτα δεν έχει ανάγκη ακόμα. — Έχειδεν έχει θαν το βάψω. Δεν μπορώ να το βλέπω με τέτοιο χρώμα. Στο στομάχι μου κάθεται.

Αλλοίμονο στο σιταρόσπειρο που πέφτη, στου μύλου τα δόντια! Εφτά ήμαστε στο μπαρκομπέστια και ο καπετάνιος οχτώ. Και οι οχτώ μάτι δεν εκλείσαμε, τσιγάρο δεν εστρίψαμε όλη νύχτα. Ντυμένοι με τους μουσαμάδες, άλλος εδώ και άλλος εκεί, κάτω από τις βάρκες, πίσω από το μαγεριό, στη ρίζα του καταρτιού, όπου επρόφτανε καθένας εγύρευε μέρος να σταθή.

Εμπλεκόταν στα πόδια μας, εκατέβαινε στην πλώρη, έμπαινε στου καπετάνιου την κάμαρη, εγύριζε στο μαγεριό, επηδούσε στο τσιμπούκι και γαυ! γαυ! αλύχταγε κατά τις στεριές σαν να τους έλεγε κ' εκείνος: — Καλές αντάμωσες! Ο ουρανός κατάγλαυκος απάνω· τα νησιά, τ' ακρογιάλια γύρω ήμερα και γελαστά· η θάλασσα χρυσάχτινη. Πρύμος άνεμος εφούσκωνε τα πανιά κ' έσπρωχνε το καράβι γοργό στον δρόμο του.

Γελούν λοιπόν και τ' άψυχα μαζί του; Έσκυψε με θυμό, άδραξε το κλειδί, τόβαλε στην κλειδαρότρυπα, άνοιξε. — Μητέρα! φώναξε με ολότρεμη φωνή. Έτρεξε στην κρεββατοκάμαρα, στη σάλα, στο δωμάτιό του, στο μαγεριό. Κατέβηκε τρεχάτος στο κατώι, έψαξε στην αυλή, στο κοτέτσι. — Μάννα! ξαναφώναξε δυνατώτερα. Πουθενά απόκριση. Τον έπιασε αποκαρωμάρα.

Τ' αμπάρια, η πλώρη, η κάμαρη του καπετάνιου, το μαγεριό εκαρφώθηκαν όλα που δεν επέρναγε τρίχα. Επλάκωσε τέλος η νύχτα και μαζί επλάκωσεν η ανυπομονησία μας. Όσο επλησίαζαν τα μεσάνυχτα τόσο εμεγάλωνε το ψυχοβάσανο. — Ε και να μας τον έφερνε τρεμουντάνα! — Ας τον πάρη πρώτα στην όστρια, οστριασορόκο και βλέπουμε.

Από την αυγή ως το βράδυ το εγύριζε, το εστόλιζε, το επεριποιόταν σαν νοικοκυριό της. Ανέβαινε στο κάσαρο, εκατέβαινε στην πλώρη, εσυγύριζε τα φτωχόρουχα στα γιατάκια μας· έμπαινε στο μαγεριό, έβγαινε στο τσιμπούκι να δέση μαζί μας τους φλόκους.

Τους άφινε σε ηλικία και με καλή κληρονομιά. Όχι πως δεν ήταν άλλοι με περισσότερο βιος μέσα στο χωριό. Μα ήταν και πολλοί που λιμάζανε το ψωμάκι. Είχανε χρέη, είχαν και παιδιά. Κακές πληγές και τα δυο. Ενώ οι γιοι του ήταν κι από τα δυο ελεύθεροι. Αληθινά το σπίτι τους ήταν χαμηλό, μικρούτσικο. Δεν είχε παρά τρία δωμάτια και το μαγεριό.

Και τρέχοντας σα ζάρκαδος στο μαγεριό φώναξε: — Γριά! έβγα να ιδής το θάμα, γριά! Η κυρά Πανώρια έφτασε, ο Δημητράκης! έβγα να ιδής· οι Μορφόπουλοι στο φτωχικό μας!... — Θε μου και Κύργε μου! αλήθεια; είπε η γριά, κάνοντας το σταυρό της. — Αλήθεια! και ρωτάς ακόμα, μωρή κατσίκα; δεν ανοίς τα στραβά σου να ιδής; είπε δίνοντας της μια τσιμπιά στο μηρί. — Ωχ! έκαμε κείνη σαλτάροντας από τον πόνο.