Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Φαίνεται ότι επρόκειτο, καθώς υπώπτευσεν εκ των όσα ήκουσεν ο εύθυμος γέρων, «για να κλέψουν ή την Σοφιά ή τη Λουκρητία». Εγίνοντο δηλαδή μελέται περί απαγωγής της μίας των δύο αδελφών υπό των ερωτύλων ή των «κυνηγών» εκείνων. Και εις τα συμβούλια ταύτα ήτο παρών, ως εμαρτύρει ο Καρδοπάκης, και είς των νεωτέρων συγγενών του μακαρίτου Αγάλλου, ανεψιός του εξ αδελφού.
— Αμέσως! αλέστα! βάρ' τα χάλασ'τα! έκραξε τότε ο Καρδοπάκης και ανεπήδησεν από την στρωμνήν του. Εν τω μεταξύ είχεν εξυπνήσει κ' η Λουκρητία, ως να της ωμίλησέ τις καθ' ύπνον εις το ωτίον και να της είπε: Σήκω. Εσηκώθη, έτριψε τα μάτια της, κ' είπε: — Τι τρέχει; Οι άνθρωποι είχον έλθει πράγματι έξωθεν του μύλου, κ' η Σοφία δεν είχεν απατηθή εις την αϋπνίαν της.
Άλλοτε ο Βιργίνιος διετρύπησε το στήθος της ιδίας του θυγατρός να την απαλλάξη από το Άππιον και η Λουκρητία εκουσίως διετίμησε την ατιμίαν της διά της ζωής της. Τα ανάκτορα του Καίσαρος είναι οίκος της ατιμίας.
Η μικρή Λουκρητία είχε κλείσει τα όμματα, διότι ήτο μόλις δεκαεπτά ετών και δεν είχε γνωρίσει ακόμη τα πάθη και τα βάσανα.
Ο δεύτερος, όστις ήτο συγγενής του αποθανόντος, με απροθυμίαν εφαίνετο να επινεύη εις το σχέδιον τούτο, με την πλαγίαν σκέψιν να στενοχωρήση την Σοφίαν, διά να «το κάμη χειρότερα», ως έλεγεν. Ο τρίτος ήρχετο απλώς διά «ρομάντζα», όπως λάβη πείραν πως κλέπτονται τα κορίτσια. Την στιγμήν εκείνην, όταν είχε σηκωθή η Λουκρητία, ηκούσθη βραδύς και μελετημένος κτύπος εις την οικίαν.
Εκεί τας ηύρεν ο Σταμάτης ο Καρδοπάκης, και αφού ταις είπε τι είχε μάθει, τον εκράτησαν να κοιμηθή εκεί. Αφού εσταμάτησαν τον μύλον, κ' επήραν το «εξάγι» από το τελευταίον άλεσμα της ημέρας, εκάθησαν να δειπνήσουν εληές, τυρί και πλαθόπητταν οπτήν, την οποίαν είχε ψήσει εις ολίγα λεπτά, ανάψασα φωτιάν εν υπαίθρω, ως είδος εστίας ή καμίνου, κατά το πρόθυρον του κτιρίου, η Λουκρητία.
Ω Λουκρητία, ήλιε των Βοργιών χρυσέ, ειπέ μου, σε παρακαλώ, 'στήν πίστι σου, 'στό φως σου, πώς έπνιξε 'στόν Τίβεριν εξ έρωτος προς σε τον εραστήν σου κι' αδελφόν ο Πάππας αδελφός σου, Λαίδυ Μακβέθ, σκολόπενδρα, οπού διψάς το στέμμα με ρύπους αμαρτίας, σε βλέπω την πορφύραν σου να πορφυρώνης μ' αίμα του Δούγκαν της Σκωτίας.
Εκράτησε τον γέρον από των δύο ώμων, και του είπε με τόσον απαλήν, αλλά και λεπτήν φωνήν, ώστε και κωφός θα ήκουε: — Ακούς, γέρο;...ήρθαν εκείνοι, να μας κλέψουν την Λουκρητία, ή να μας πάρουν τον μύλο και τα κτήματα... Έχω εδώ το ρεβόλβερο... Σήκω, να ιδούμε τι θα κάμωμε... μη μας σπάσουν την πόρτα, γέρο-Σταμάτη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν