Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Δε μου αρέσανε διόλου οι ιντερβιούδες όλες αφτές. Τι διάβολο! Πρέπει κανείς νάχη μέσα του και λίγη δύναμη, να δείχνη και κάποιο θαμασμό για κείνα που γράφουνε κ' οι άλλοι, όχι να βρίζη, να χτυπά, όπως έκαμαν τότες όλοι μας οι πεζογράφοι και ποιητάδες. Δε λέω πια τι είπανε και τι δεν είπανε για μένα, πως δεν ξέρω τη γλώσσα κτλ.
Το καταλαβαίνω να κτυπηθή η αρχαιολογία για τον καμμιά φορά υπερβολικό ρεαλισμό της, αλλά να κτυπηθή ως σχολαστικότης τούτο περνάει, μου φαίνεται, πολύ τα χαραγμένα όρια. Είναι ωστόσο μωρόν να κτυπιέται για οποιονδήποτε λόγο· μπορεί κανείς έτσι να βρίζη και τον ισημερινό! Γιατί η αρχαιολογία με το να είναι επιστήμη δεν είναι μήτε καλή μήτε κακή, παρ' απλώς μια αλήθεια.
Άλλες γυναικούλες, καμπόσοι άντρες μαζεύτηκαν ολοένα τριγύρω, οι χωροφύλακες τους άμπωχναν κι ο υπενωμοτάρχης δεν έπαυε να βρίζη, να λυσσάη. — Έτσι και την άλλη φορά, πάντα μου ξεφεύγει μέσα απ' τα χέρια μου.
Αυτά εσυλλογιόταν η Σμαραγδούλα, ενώ η καϋμένη η γρηά θεία της είνε να χάση το νου της με το φυσικό της ανεψιάς. Να την αγαπούνε τόσοι, να την κυνηγούνε, να είνε έτοιμοι να φαγωθούν, κι' αυτή να θυμώνη, να τους βρίζη, να μη θέλη να τους ξέρη. Η πατινάδες και τα τραγούδια, εκείνο που για της άλλες κοπέλλες ήταν χαρά και πανηγύρι και καύχημα, για την Σμαραγδούλα ήταν αφορμή θυμού.
Τώρα στα καλά καθούμενα δεν παύει να τον διαβάνη και να τον βρίζη ξετσίπωτα. Πλαστογραφεί την ιστορία του, αλλάζει τη γεωγραφία του, αρνιέται τη γενιά του, τον λέει ξενοπάτη στον τόπο του. Κάθε μεγάλος Ευμορφόπουλος γίνεται με το στανιό Θεομίσητος· κάθε αιματοποτισμένη γωνιά του μετοχιού γίνεται με το έτσι θέλω δική του.
Και για τους ανθρώπους — πώς να σου το πω; — ποτέ μου δε γελάστηκα, είχα πάντα χειρότερην ιδέα από κείνο που είνε. «Ο τάδε σε βρίζει, Καπετάν Γιάννη», μου λέγανε. Και σα με βρίζη; έλεγα από μέσα μου, πάλι καλά.
Ετρόμαξα στη φωνή και τρέχω πίσω από τους ναύτες χωρίς να καταλάβω την αιτία. Τραβούν εκείνοι στις θέσεις τους· τραβώ κ' εγώ. Πηδούν στους φλόκους· κοντά κ' εγώ. Σκαρφαλώνουν στις σταύρωσες, απάνω κ' εγώ. Σε πέντε λεφτά το μπάρκο έμεινε ξυλάρμενο. Και ο καπετάνιος ορθός εμπρός στην κάμαρή του δεν έπαυε να φωνάζη και να βρίζη και να βλαστημά. Τον κυτάζω· ανάθεμα κ' εκατάλαβα τι έλεγε.
Μ' έτρωγεν η ανησυχία του τί θα γίνωμεν και η φούρκα, όταν εσυλλογούμουν πως είκοσι χρόνια ξυπνούσα πρι φέξη, με τη ψύχρα και τη φουρτούνα, για να μαζέψω μία μία με το ψάρεμμα και το σκάψιμο της λίγες χιλιάδες δραχμές που μ' έφαγαν οι αχρείοι σ' ένα μήνα. Μια νύκτα μ' επαραμόνεψεν η γυναίκα μου οπίσω από την πόρτα, κι' όταν εγύρισα την αυγή, ήρχισε να με βρίζη πως παίζω και παραλώ.
ΜΑΚΔΩΦ Δειλέ δόσε τα όπλα σου και ζήσε! Γίνου θέαμα και παίγνιον του κόσμου, να σ' έχωμεν ζωγραφιστόν επάνω 'ς ένα ξύλον, ως ένα τέρας σπάνιον, μ' επιγραφήν να λέγη: Κοιτάτ' εδώ, τον τύραννον ελάτε να ιδήτε! ΜΑΚΒΕΘ Όχι, δεν παραδίδομαι ν' ασπάζωμαι το χώμα όπου ο Μάλκολμ θα πατή, κι' ο όχλος να με 'βρίζη.
Δεν περπάταγε γλήγορα τ' άλογό του και κοντεύαμε να νυχτώσουμε κατάστρατα. «Βάρτο του λέω, αυτό το παλιάλογο γιατί μας πήρε η νύχτα». Αυτός θύμωσε γιατί να του πω παλιάλογο το ψώφιο του κι αρχινάει να με βρίζη. «Μη βρίζης, αγά, του κάνω, γιατί δε σου είπα και κάνα βαρύ λόγο». Εκείνος τίποτα, δε σταμάταε τα βρισίδια του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν