United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκάσε, παληόστριγλα, εγόγγυζεν ο γέρων. Χμι.. Γμ!.. — Σι σι σι, σι σι σι! εσύριζεν ο Μάχτος. — Ώμορφα που σφυρίζεις, μικρό μου! έλεγεν η γραία. — Σκασμός, γρηά φούρκα! έκραζεν ο μέγας Γύφτος. Γρου!.... Ο Βούγκος εξηκολούθει το άσμα· Μες την φωτιά, μες την φωτιά Παίζει ο Γύφτος τη ματιά, Τη ματιά, τη ματιά, Τρα λα λα λα τρα λα τα, κτλ. Η γραία ενεθάρρυνεν αυτόν·Μπράβο, παιδί μου, ώμορφα!

Τέτοιο αριστούργημα δεν το βλέπει κανείς μια φορά!... Ο Δημητράκης δε βάσταξε. — Επί τέλους εγώ δε γίνουμε γελοίος με τις παραξενιές σου! είπε· οι άνθρωποι ήρθαν να γλεντίσουν δεν ήρθαν να σπουδάσουν καλλιτεχνία. — Καλά· τότε κ' εγώ δεν κάθημαι στο τραπέζι. Ο Δημητράκης έτρεμε από τη φούρκα του· τα μάτια του έβγαζαν σπίθες. Ήταν έτοιμος να σηκώση το χέρι του και να του δώση κατάμουτρα.

Τι συφορά τους έστειλε η Άρτεμη από φούρκα, που δεν της πρόσφερε ο Βοινιάς καρπούς μες στα δροσάτα περβόλια, ενώ πολλά οι θεοί τρώγανε βόδια οι άλλοι, 535 κι' άφισε μόνη του Διός τη δοξασμένη κόρη· ή ξέχασε ή δεν τούκοψε, μά 'ταν βαρύ το κρίμας.

Μα εγώ πάντα τόλεγα πως έχεις κεφάλι του λόγου σου, έχεις γερό κεφάλι!... Και τι φούρκα που θαν την πάρουνε! του πρόσθεσε γελώντας και σέρνοντάς τον ευχαριστημένον στην τραπεζαρία. — Τα κατάφερες; — μπράβο σου! της είπε σιγά ο Δημητράκης. — Τι να κάμης; στα παιδιά πρέπει να μιλάη κανείς παιδιάτικα... Στο τραπέζι κάθισαν ένας κ' ένας οι επίσημοι.

Μ' έτρωγεν η ανησυχία του τί θα γίνωμεν και η φούρκα, όταν εσυλλογούμουν πως είκοσι χρόνια ξυπνούσα πρι φέξη, με τη ψύχρα και τη φουρτούνα, για να μαζέψω μία μία με το ψάρεμμα και το σκάψιμο της λίγες χιλιάδες δραχμές που μ' έφαγαν οι αχρείοι σ' ένα μήνα. Μια νύκτα μ' επαραμόνεψεν η γυναίκα μου οπίσω από την πόρτα, κι' όταν εγύρισα την αυγή, ήρχισε να με βρίζη πως παίζω και παραλώ.

ΠΕΛ. Αγκρουμάσου Κυρ αστρονόμο· έχω υπόληψις, και Φιλοτιμία, κ' είμαι Έλληνας ελεύθερος, και ακούς με, όφκολα όφκολα δεν με φυλακώνεις, γιατί κάμω μία διαμαρτύρησι στη Διοίκησις, και σ' το βουλευτικό, να ξέρεις ακούς μεκρίναι με πρώτα κι' ανισωστάς κι' έχω φταίξιμο, τότες βάλε με και ς' τη φούρκα.... ΠΕΛ. Όπ' ανακατώνετα με τα πίτουρα, τον τρων η κότταις. Αστυνόμος, Κύπριος και Στρατιώται.

Τέλος αι δύο λέμβοι, αι φέρουσαι τους υποψηφίους, εξεκίνησαν διά να εισπλεύσωσιν εις τον λιμένα. Η βάρκα του Μανώλη με τους δύο συντρόφους του είχε γείνει άφαντος ήδη. Το δε κόττερον, εφ' ου είχε μείνει μόνος ο κυβερνήτης του, ήρχετο τελευταίον. Ο καπετάν-Νικολάκης «ήτο φούρκα» ιδών ότι έχασε το ελπιζόμενον φιλοδώρημα, και ότι εγκατελείφθη υπό του Βατούλα.

Έλα εδώ, Δώρα. Οι παραπάνω, ΔΩΡΑ Καλησπέρα σας κύριε. Μπαμπά μου. ΜΙΣΤΡΑΣΕίδες πως σ' επρόδωκα, κοκκώνα μου; Θα μ' έχης μια φούρκα, μάτια μου. ΦΛΕΡΗΣΤι τρόπος είναι αυτός; Ω; πότε θάσαι αγρίμι; Δώσε το χέρι σου στους κυρίους. Δε γνωρίζεσαι με τον κ. Νίκο; Ω! βέβαια . . .