United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρά τους τοίχους, απαστράπτοντας εκ της λευκότητος ήσαν εστηριγμένα προσκεφάλαια μακρά ορθογωνίων σχημάτων· και εκεί εν όλη τη απερίττω ανέσει του ανεπαύετο ο καπετάν-Νικολάκης, ακκουμβών την κεφαλήν του επάνω εις το γόνυ της Θεια-Μυγδαλίτσας, ήτις δεν εχόρταινε να θωπεύη το ζωηρόν πρόσωπόν του, το οποίον τόσους χρόνους δεν έπαυσε να ονειρεύεται και έξυπνος και κοιμωμένη, και κλαίουσα και εργαζομένη, δι' αυτήν μόνον την ευτυχή στιγμήν ζώσα εις τόσην τήκουσαν δυστυχίαν.

Την στιγμήν εκείνην ο καπετάν-Νικολάκης το Τρυποκαρύδι, μόνος ιδιοκτήτης και κυβερνήτης του κοττέρου, αναλογισθείς το φιλοδώρημα, το οποίον ήτο δυνατόν να δώσουν οι υποψήφιοι, αν τους έπειθε να επιβιβασθώσιν εις το κόττερον, όπως εισπλεύσωσιν εις τον λιμένα μετά πομπής, αποβλέψας εις την εγγύτερον ισταμένην λέμβον, ης επέβαινον οι δύο των υποψηφίων, μετέβη εις την πρώραν και ήρχισε να φωνάζη·

Ήτο λίαν καλοφορεμένος και σεβαστός κύριος, και ο κυβερνήτης του κοττέρου τον έβλεπε διά πρώτην φοράν. — Κάνεις το εμπόριο των τυριών του λόγου σου; τον ηρώτησεν ο καπετάν-Νικολάκης το Τρυποκαρύδι. — Όχι, είμαι έπαρχος, απήντησε μετά σοβαράς υπεροψίας ο κ. Καψιμαΐδης . . . — Α! κατάλαβα . . . Και δεν αντήλλαξαν πλέον λέξιν καθ' όλον τον πλουν.

Αλλ' ο καπετάν-Νικολάκης το Τρυποκαρύδι, επειδή «δεν ήτο μέσα του» διά να ειξεύρη τους πόθους και τους υπολογισμούς του, επεδίωκε δε ως αμαθής ναύτης το προχειρότερον και το ευκολώτερον κέρδος, δεν έδωκε προσοχήν εις τα νεύματα και εις τας χειρονομίας του, και εξηκολούθησε να φωνάζη προς τους κ. κ. Αλικιάδην και Αβαρίδην·Θα κοτσάρουμε και τη μπαντέρα, κύριοι!

Τότε ο καπετάν-Νικολάκης δεν ηδυνήθη να κρατήση τα δάκρυα και έπεσεν εις τους κόλπους της γραίας μητρός του ολολύζων σχεδόν από τον βαρύν της ξενιτείας πόνον, και ως να ήθελε διά του κλαύματος τούτου να ζητήση συγχώρησιν από τον αποθαμένον πατέρα του, τον οποίον τόσον ίσως επίκρανεν, ούτως αποτόμως απελθών της πατρίδος του, χωρίς να φιλήση την χείρα του ούτε ζώσαν ούτε νεκράν.

Τέλος αι δύο λέμβοι, αι φέρουσαι τους υποψηφίους, εξεκίνησαν διά να εισπλεύσωσιν εις τον λιμένα. Η βάρκα του Μανώλη με τους δύο συντρόφους του είχε γείνει άφαντος ήδη. Το δε κόττερον, εφ' ου είχε μείνει μόνος ο κυβερνήτης του, ήρχετο τελευταίον. Ο καπετάν-Νικολάκης «ήτο φούρκα» ιδών ότι έχασε το ελπιζόμενον φιλοδώρημα, και ότι εγκατελείφθη υπό του Βατούλα.

Ο καπετάν-Νικολάκης το Τρυποκαρύδι, όστις τον παρέλαβεν εις το κόττερον από τινος παραλίας της Φθιώτιδος, τον είδε να μπαρκάρη φέροντα ολόκληρον δωδεκάδα δερματοτυρίων και δύο κολοσσιαίους πίθους βουτύρου. Ήρχετο έκ τινος πολυθρέμμονος επαρχίας και δεν είχε νομίσει αξιοπρεπές να υπάγη «με άδεια χέρια» εις την πατρίδα του.

Και ήρχισεν αμέσως ο παις γλυκύτατα, ίνα μείζονα ευχαρίστησιν εμποιήση, τραγουδών: Χριστούγεννα! Πρωτούγεννα! Πρώτη γιορτή τον χρόνου! . . . Ο καπετάν-Νικολάκης ήκουε μετ' αρρήτου ηδυπαθείας, ροφών ούτως ειπείν τους ηδείς εκείνους φθόγγους της ποιμενικής λύρας.