United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κάνταρος εκυνήγει τον Κάνταρον με το τουφέκι εις το δάσος, και τον εφόνευεν ως θηρίον. Άλλος Κάνταρος παρεμόνευε τον Κάνταρον εις το στενόν με την κουμπούραν και τον άφινε στον τόπον. Άλλος εμάλωνε με άλλον εις τα σύνορα του αγρού, τον ετρύπα με την πάλαν και τον έρριπτε κάτω. Συνέβη και ολίγοι τινές Κανταραίοι να ξενιτευθούν άλλοι απέθανον από την πανώλη την ενσκήψασαν περί τα τέλη του αιώνος.

Σαν ενύκτωσε και δεν ήκουε πλέον φωνάς, ούτε πατήματα έξωθεν της θύρας του, απετόλμησε να εξέλθη. Η κυρά Γιάνναινα, η οποία, φαίνεται, τον παρεμόνευε, τον σταματά και του λέγει: — Αύριο, το δίχως άλλο, να βρης κάμερα, να κουβαλιστής!... Ας μην ετελείωσε κι' ο μήνας! ...καλλίτερα έχω να σου δώσω πίσω τα λεπτά, όσα κάνει για της μέρες του μηνός που μένουνε.

Έβλεπεν από τον λαιμόν και την οσφύν, όλον το λυγηρόν της ανάστημα, το οποίον έκυπτε και ανεγείρετο με τόσην ελαστικότητα. Παρεμόνευε τους ελιγμούς των κινήσεών της, και η αναπνοή του ολονέν εδυνάμωνεν. Οι οφθαλμοί του εξέπεμπον φλόγας. Η Ηρωδιάς τον παρετήρει. Ο Τετράρχης ηρώτησε. — Ποία είνε αυτή; Εκείνη απήντησεν ότι δεν την εγνώριζεν διόλου, και κατευνασθείσα αιφνιδίως έφυγεν.

Αλλ' όπισθεν των καλαμώνων, επί της αντιπέραν όχθης, ήμισυ μίλιον μακράν, ήτο χωμένος από δύο ωρών αφανής, ο παιδικός φίλος σου ο Χριστοδουλής. Τι εζήτει εκεί; Κατά πάσαν πιθανότητα παρεμόνευε πότε θ' απεμακρύνοντο προς στιγμήν από της όχθης ο Παρρήσης και ο Λουκάς, διά να χωθή γοργά εις την λίμνην και κλέψη ο πονηρός κανένα έγχελυν ή κεφαλόπουλά τινα και ολίγα καβούρια.

Εκ δε της Κω φθάσας διά νυκτός εις την Κνίδον ηναγκάσθη υπό των παραινούντων Κνιδίων να μη αποβιβάση τους ναύτας, αλλά, ως είχε, να πλεύση ευθύς εναντίον των είκοσι πλοίων των Αθηναίων, τα οποία έχων ο Χαρμίνος, εις των στρατηγών της Σάμου, παρεμόνευε τα εικοσιεπτά εκείνα πλοία, τα οποία ήρχοντο εκ της Πελοποννήσου και τα οποία ανεζήτει ο Αστύοχος.

Ο Ίλιγγος εκάθητο εκεί και παρεμόνευε την άτονον άνευ των δυνάμεών της λείαν του, και κάτω εις την βαθείαν φάραγγα αντηχούσε ήχος, 'σάν να εκρημνίζετο ογκώδης βράχος ο οποίος τα πάντα συντρίβει και παρασύρει παν ό,τι τον εμποδίζει εις τη πτώσιν του. Αλλά εις τον Μύλον εκάθητο η Μμαμπέττα και έκλαιε.

Η Φραγκογιαννού απλήστως από ημερών παρεμόνευε να ίδη συμπτώματα σπασμών εις το μικρόν ασθενές πλάσμαεπειδή τότε ήξευρεν ότι αυτό δεν θα εσώζετοπλην ευτυχώς τοιούτον πράγμα δεν έβλεπε. «Είναι για να βασανίζεται και να μας βασανίζη», είχεν υποψιθυρίσει, χωρίς κανείς να την ακούση, μέσα της. Την στιγμήν ταύτην, η Φραγκογιαννού άνοιξε τα κλειστά αγρυπνούντα όμματα, κ' εκούνησε το λίκνον.

Είξευρεν ότι ο Γάρμπος δεν ηστεΐζετο, και αν σήμερον εδυστύχει, ηδύνατο άλλην τινά ημέραν να οπλίση δέκα ή δώδεκα τολμητίας, και να του τα κάμη θάλασσα. Την αυτήν όμως διάκρισιν δεν έδειξε και ο ημίγυμνος Δαρώτας, κλέπτης εκ γενετής, επιτήδειος αλήτης, όστις παρεμόνευε τους διαβάτας και ηλάφρυνε πολλάκις αυτούς, αν είχον φορτίον τι, όπερ έκρινε δυσανάλογον προς τους ώμους των.

Αλλά μόλις είχον φθάσει επάνω εις την είσοδον, και είχον ανοίξει την θύραν, και ιδού εμφανίζεται ως σκιά εκεί, σαν να παρεμόνευε να κατέλθη εις το υπόγειον, άνθρωπός τις υψηλός, ξηρός, οστεώδης, πολιός, με τον ήμισυν μύστακα φαγωμένον από τριχοφάγον, όστις σπεύδων, ασθμαίνων, καταβαίνει αμέσως την κλίμακα συμπαρασύρων κάτω και τον κυρ-Μιχάλην και ανακραυγάζων: — Χριστός βοσκρές! Ήτο ο Καπετάνιος.