United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλοτε πάλιν εύρισκεν άλλας συντροφιάς εις τα ρεύμα την μεσημβρίαν, καθημένας παρά τον ρύακα επί της χειμερινής πόας, εις το λιτόν γεύμα των, εγγύς των μύρτων και των βαΐων, γευομένας ευαρέστως την λαδωμένην πλακόπιτταν, ην έψησαν την νύκτα επί πλακός εν τη εστία, και τας ευώδεις χαμάδας, ενώ παρέκει ο κόσσυφος κελαδών ετσιμπούσε τα κούμαρα. — Ακόμα τρώτε κορίτσια; Πάει ο ήλιος.

Η Φωτεινή αφ' εσπέρας είχε συνάξει από το βουνό κατακόκκινα κούμαρα και δροσερά ραδίκια· είχε και μίαν άλλην ιδέαν λαμπράν, το ωραιότερον από τα καλαθάκια της το εγέμισε με ώριμα βατόμουρα και το εστόλισε γύρω με κυκλαμιές· όλον μαζύ ομοίαζε σαν ωραία ανθοδέσμη.

Πλην εφέτος, δηλ. το έτος εκείνο, αφορία είχε μαστίσει την Εύβοιαν. Αφορία εις τον ελαιώνα της μικράς νήσου, όπου κατώκει η θειά-Αχτίτσα. Αφορία εις τας αμπέλους και εις τους αραβοσίτους, αφορία σχεδόν και εις αυτό τα κούμαρα, αφορία πανταχού. Είτα, επειδή ουδέν κακόν έρχεται μόνον, βαρύς χειμών ενέσκηψεν εις τα βορειότερα εκείνα μέρη.

Και τι δεν έφερον τότε εις την οικίαν, εις τον αγαπητόν πατέρα των, όστις βαθύ παράπονον το είχε, διότι δεν ηδύνατο να περιπατήση μέχρι της αμπέλου τουλάχιστον. Και τι δεν έφερον! Λάχανα δροσερά, ευώδη και πολυώνυμα, λάπαθα, καυκαλίθρες, παπαρούνες και λεβοδιές. Αλλά και αμανίτας απαλάς και ευωδιάζοντα βουνόν κούμαρα.